A Stranger's Thoughts : αισιοδοξία
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αισιοδοξία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αισιοδοξία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

Η Αισιοδοξία της Ασημαντότητας


Υπάρχει άραγε, οδηγός αισιοδοξίας;

Συμβουλές για το πώς να είμαστε αισιόδοξοι έχουμε ακούσει όλοι μας μια Κυριακή μεσημέρι από κάποιον φίλο. Oι συμβουλές όμως, σαν τα αρώματα, μυρίζουν διαφορετικά σε κάθε επιδερμίδα. Στα σκατά επίσης, δε μυρίζουν καθόλου. Τι να τις κάνεις λοιπόν τις συμβουλές αν η ζωή σου είναι σκατά;

Είναι η δεύτερη φορά που προσπαθώ να γράψω δυο λέξεις για την αισιοδοξία και η αλήθεια είναι ότι η σκέψη μου, αν και από άλλο μονοπάτι, καταλήγει ξανά στο θάνατο.

Την πρώτη φορά απέφυγα να βρω μια ευθεία απάντηση στο πως μπορώ να είμαι αισιόδοξος. Ξεκινώντας το συλλογισμό μου από το ότι ο θάνατος είναι η μόνη σταθερά στη ζωή μας, απλώς πέρασα τις λέξεις ένα ευχάριστο τυρκουάζ μανό. Κράτησε μονάχα μερικά εικοσιτετράωρα. Σε γενικές γραμμές, το νόημα ήταν, πως γνωρίζοντας ότι η ζωή θα τελειώσει κάποια στιγμή ας τη ζήσουμε ο καθένας με τον τρόπο του. Ας τη ζήσει ο καθένας όπως επιτάσσει ο προσωπικός του οδηγός ευτυχίας.

Στην προσπάθεια μου αυτή να ζήσω δηλαδή τη ζωή μου σύμφωνα με τα δικά μου θέλω, ύψωσα  για λάβαρο στην επανάσταση της καθημερινότητάς μου την φράση "στα αρχίδια μου". Ξεκίνησα λοιπόν να γράφω εκεί όλα όσα με ενοχλούσαν και με στρέσαραν. Τους μαλάκες στη δουλειά, τους μαλάκες στον δρόμο, τους  μαλάκες στις ουρές και φυσικά τον μαλάκα εαυτό μου και όσες μαλακίες έχω κάνει και νιώθω τύψεις. Έγραψα τελικά, τις τύψεις μου τις ίδιες.

Μετά από πολύ γράψιμο, ακατάσχετη βωμολοχία και απόλυτη αδιαφορία για το αγαπημένο είδος του μαλάκα, μπορώ να πω ότι ένιωσα αρκετά πιο ελαφρύς. Μα στο μεταξύ οι λέξεις ξέβαψαν και οι λέξεις γυμνές, πονάνε.

Πονάνε κυρίως,  δυστυχώς, όταν τις ξεστομίζεις ο ίδιος.

Γράφοντας κόσμο και κοσμάκη έφτασα στο άλλο άκρο. Εγωιστής και επιπόλαιος ξεκίνησα να ξαμολάω κουβέντες, απερίσκεπτα, χωρίς πολλές φορές αίσθηση αν πληγώνω κάποιον. Συνειδητοποίηση και αδιέξοδο. Μια από τα ίδια και νέα αναζήτηση αισιοδοξίας.

Άσχημο να φτάνεις στο άλλο άκρο αλλά όταν πια ξεκινήσεις την επιστροφή είναι αρκετά πιθανό να πέσεις επάνω σε αυτό που αρχικώς αναζητούσες. Δε είναι όμως πως βρήκα τον τρόπο να είμαι αισιόδοξος. Μου αρκούσε να καταλάβω πως τελικά ο εγωισμός μου με έκανε απαισιόδοξο.

Δεν μιλώ για  τον εγωισμό που σε πιάνει γιατί σε έχωσε ένας μαλάκας στη δουλειά. Ούτε για τον εγωισμό που σε ανάβει γιατί κάποιος σε έκλεισε στο δρόμο. Ούτε καν όταν σου παίρνουν τη θέση σου στην ουρά.  Είναι ο εγωισμός του να θεωρούμε τους εαυτούς μας αρκετά σημαντικούς σε αυτό τον κόσμο.

Ένας στα έξι δις αυτού του κόσμου είμαι απλώς σαν ένα μυρμήγκι στο μπαρ δίπλα στο ποτό μου. Ίσως αυτό να είναι και πιο σημαντικό ως συντροφιά. Και η ζωή μου, είναι ή δεν είναι σκατά, όταν θα τελειώσει, δύο το πολύ γενιές ανθρώπων, του στενού οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντός μου, θα κλάψουν. Οι υπόλοιποι δε θα καταλάβουν τίποτα.

Όταν λοιπόν συνειδητοποιήσουμε πως ο θάνατός μας δε θα σταματήσει την κίνηση της γης, τότε μάλλον θα καταλάβουμε ότι κάποια πράγματα είναι πραγματικά ασήμαντα για να σκάμε. Οι ίδιοι είμαστε ένα μικρό τίποτα για να λογίζεται μια θέση σε μια ούρα αρκετά σημαντική.

Η ζωή μας τελικά είναι πολύ μικρή και ασήμαντη για να είμαστε απαισιόδοξοι.  

Ας τη ζήσουμε, απλώς.

 

Photo: Thanasis Xenos

Αρχική δημοσίευση: https://cignialo.gr/i-aisiodoksia-tis-asimantotitas/

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Το Τούνελ που ήξερε να μιλάει

 

Το Τούνελ που ήξερε να μιλάει
Do you ever get the feeling that you are missing the mark?

Μια φορά και έναν καιρό και δύο στιγμές πιο πέρα, ήταν ένα Τούνελ πολύ πολύ ξεχωριστό. Δεν ήταν μεγάλο, ούτε ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής ή κατασκευαστικής ομορφιάς και χάρης. Γύρω του είχε δέντρα αμέτρητα και θάμνους καταπράσινους μα αυτό όντας από τσιμέντο, ξένο φάνταζε ανάμεσα στης γης τα χώματα και τα χορτάρια. Η αλήθεια όμως ήταν πολύ διαφορετική.

Μικρό όπως ήταν, την μέρα οι ακτίνες του ήλιου έφταναν να ζεσταίνουν το εσωτερικό του και το βράδυ όταν όλα ήταν σκοτεινά το φεγγάρι το γέμιζε με φως. Σαν φυσούσε δε, η δροσιά της φύσης και οι μυρωδιές των λουλουδιών πλημύριζαν τα λίγα μέτρα του, σπιθαμή προς σπιθαμή. Μπορεί ακόμα κάποιος να προσθέσει πως ήταν γενικά ένα ήσυχο πέρασμα για λίγα αμάξια και πολύ λιγότερους πεζούς. Το Τούνελ αυτό όμως ήταν μοναδικό γιατί ήξερε να μιλάει!

Συνήθιζε να μιλάει κυρίως στα παιδιά χωρίς όμως να ξεχωρίζει τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Ίσως αυτό συνέβαινε διότι τα παιδιά ήταν τα ίδια πιο ανοιχτά και πρόθημα στο να συνομιλήσουν μαζί του παρά οι μεγαλύτεροι.  Ήταν όμως ντροπαλό και δεν άνοιγε την κουβέντα ποτέ πρώτο εκείνο αλλά περίμενε πάντα τους άλλους να μιλήσουν και μετά να απαντήσει.

Αν πάλι πέρναγε κάποιο αμάξι ή μηχανή κάνοντας φασαρία, γκρίνιαζε γιατί του χαλούσαν την ησυχία. Αν όμως περιδιαβαίνανε παρέες με γέλια και φωνές χαράς διασκέδαζε μαζί τους και με τις δικές του φωνές μπορούσε να τρομάξει όλα τα πουλιά στα δέντρα γύρω του και αυτά με τη δική τους σειρά κελαηδούσαν δυνατά, δημιουργώντας μια πανδαισία ήχων.

Τα πρώτα χρόνια ήταν πάντα πολύ ενεργό στις συζητήσεις και πρόθυμο να ακούσει όλους τους άλλους. Ήταν καλός ακροατής και ενθάρρυνε όλο τον κόσμο να μιλάει και να λέει τις σκέψεις του και πολύ περισσότερο τα σχέδια και τα όνειρά τους. Επίσης ήξερε πως καμία φορά, όσο παράξενο και αν φαίνεται, το μόνο που χρειαζόντουσαν οι συνομιλητές του ήταν απλώς να φωνάξουν και να βγάλουν από μέσα τους μια μόνο κραυγή που θα τους απελευθέρωνε από τις αναστολές τους και θα τους έδινε ώθηση να συνεχίσουν να μιλάνε και να κυνηγούν τα όνειρά τους.

Καθώς τσουλούσε όμως ο καιρός, όσοι στο διάβα τους το έβρισκαν, όλο και λιγότερο του μιλούσαν, άλλοτε όντας βιαστικοί και άλλοτε στις σκέψεις τους πνιγμένοι και βουβοί. Μέρα με την μέρα, μικροί και μεγάλοι, σταμάτησαν να επικοινωνούν με το Τούνελ και όταν πια κανένας περαστικός μαζί του δε μιλούσε θαρρείς πως μαζί σταμάτησαν ο ήλιος τα πρωινά να το ζεσταίνει και το φεγγάρι τα βράδια να το φωτίζει. Γκρίζο και σιωπηλό έστεκε μονάχο μεταξύ των δέντρων και τα πουλιά έπαψαν και αυτά φωλιές να φτιάχνουν στον ουρανό του. Το μόνο που ακουγόταν πλέον ήταν ο κρύος αέρας που σφύριζε στα μέσα του, στιφός σαν το γευόσουν, αποπνικτικός σαν τον μύριζες.

Τα χρόνια λοιπόν περνούσαν και το Τούνελ έστεκε τώρα αμίλητο, αφουγκραζόταν μονάχα την εκκωφαντική σιωπή των ανθρώπων, όχι αυτήν που τα χείλη κρατούσαν σφιχτά μα τη σιωπή των σκέψεων, την απώλεια ονείρων, το διάβα από το σήμερα στο αύριο χωρίς κουράγιο, χωρίς αισιοδοξία.    

Μια τυχαία μέρα, μπόρα έπιασε τρομερή και δυο πιτσιρικάδες με τα ποδήλατά τους καταφύγιο βρήκαν στο Τούνελ από κάτω, μέχρι η βροχή να σταματήσει.

 

-       Ξέρεις, ο ένας είπε στον άλλο, το Τούνελ αυτό κάποτε ήξερε να μιλάει.

-       Μην είσαι κουτός, ο άλλος αποκρίθηκε.

-       Αλήθεια σου λέω, υπάρχουν ιστορίες πολλές που αυτό μαρτυράνε.

-       Μα δεν γίνεται, τα τούνελ δε μιλάνε.

-       Κάτσε να δεις και θα στο αποδείξω. 

Βάζει λοιπόν χωρίς δεύτερη σκέψη μια φωνή και με όλη του τη δύναμη ξεστομίζει «Μ’ ακούς;». Ξάφνου ακούστηκε το Τούνελ να λέει και αυτό «Μ’ ακούς;»

-      Είδες; Απάντησε.

-      Μα είσαι πραγματικά ανόητος. Αυτό δεν ήταν το Τούνελ που μιλούσε, ήταν απλά ο αντίλαλός της φωνής σου.

-      Θέλω να γίνω αστροναύτης φώναξε ξανά ο άλλος χωρίς να χάνει την αισιοδοξία του και το Τούνελ ακούστηκε να λέει και αυτό, θέλω να γίνω αστροναύτης.

-      Μα γιατί επιμένεις;

-      Θέλω να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο φώναξε αυτή τη φορά… θέλω να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο.

-      Άμα συνεχίσεις μέσα στη βροχή θα φύγω και μόνο θα σε αφήσω, τι δεν καταλαβαίνεις; Αντίλαλος είναι.

-      Μήπως χάνεις το νόημα;

-      Τι εννοείς;

-     Άκου, δεν είναι αντίλαλος. Το Τούνελ μιλάει και επαναλαμβάνει τις δικές μας κουβέντες. Τις επαναλαμβάνει και κύματα τις κάνει στον αέρα, κάθε φορά που εδώ θα επιστρέφουμε ξανά να τις ακούμε, να μη ξεχάσουμε ποτέ αυτά που ονειρευτήκαμε να γίνουμε, αυτά που σαν παιδιά φωνάζουμε πως θέλουμε να ζήσουμε. Είναι όλα όσα θέλουμε να βρούμε στην άλλη άκρη όταν φτάσουμε.

Όταν η βροχή πια σταμάτησε οι πιτσιρικάδες έφυγαν τρεχάλα στα ποδήλατά τους επάνω. Το βραδινό φως του φεγγαριού πέφτοντας στις στάλες της βροχής που είχανε σωθεί στις άκρες του Τούνελ, χάρισε ξανά τη χαμένη του ζωντάνια. Από την επόμενη κιόλας μέρα ξεκίνησε και πάλι να μιλάει και έζησε αυτό καλά, εμείς καλύτερα για δύο στιγμές και τρία όνειρα θα κάνουμε να πάμε παραπέρα.


Photo credits: Γρηγόρης Ξένος - Greg Xenos

Graffiti artist: Unknown 


Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Πες μου κάτι αισιόδοξο


Πες μου κάτι αισιόδοξο - Pes mou kati aisiodoxo


- Πες μου κάτι αισιόδοξο.
- Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα πεθάνουμε.
- Και που είναι η αισιοδοξία σε αυτό;
- Τι εννοείς;
- Που βρίσκεις το αισιόδοξο στον θάνατο;
- Στον θάνατο δε ξέρω αλλά όταν είμαι σίγουρος για κάτι, είμαι πιο αισιόδοξος.

Το τέλος και η αρχή είναι με απόλυτη βεβαιότητα, τα μόνα που ξέρουμε για τη ζωή μας. Για τα υπόλοιπα απλώς αγωνιζόμαστε να εξασφαλίσουμε τη μεγαλύτερη δυνατή σιγουριά στο αποτέλεσμα. Είτε αυτά είναι λάθος είτε σωστά, όταν γνωρίζουμε την πιθανότερη κατάληξη τους, το αύριο είναι πάντα αρκετά πιο καθαρό, ασχέτως αν από τα λάθη μας πληγώνουμε ή πληγωνόμαστε. 
Αν μπορέσουμε να αφαιρέσουμε για λίγο τα συναισθήματα που μας δημιουργούνται από τις άσχημες καταστάσεις, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι για αυτά που ξέρουμε ότι θα έρθουν, ίσως είναι πιο εύκολο να τα ξεπεράσουμε. 
Φυσικά, το ίσως, πάντα θα υπάρχει στην εξίσωση, καθώς ο άνθρωπος απρόβλεπτα πορεύεται στον κόσμο τούτο.

Εύκολο δεν είναι σίγουρα, ούτε το να συμφιλιωθείς με το θάνατο ούτε κάθε πρωί να είσαι αισιόδοξος. Από την άλλη, αισιόδοξος ή μη, ο καθένας μας καθημερινά  βιώνει και αναπλάθει τις μορφές του θανάτου διαφορετικά σε σχέση με το περιβάλλον του. 
Το θέμα τελικά όμως, δεν είναι πόσο αισιόδοξα αντιμετωπίζουμε το θάνατο.  Το θέμα είναι πως αποφασίζουμε να ζούμε μέχρι τότε. 
Η οπτική του καθενός προφανώς και πάλι είναι διαφορετική σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας. Από τις πιο μικρές στιγμές μας ανάμεσα σε δυο αναπνοές μέχρι εκείνες στις ατελείωτες ώρες αναμονής στην ουρά της εφορίας οι άνθρωποι ζούμε διαφορετικά. Διαφέρουμε και στα πιο ασήμαντα, όπως η τοποθέτηση ενός συρραπτικού, μέχρι στα πιο σημαντικά, όπως στο αν θέλουμε οι ίδιοι να είμαστε άλλη μια κόλα χαρτί από το σορό ή ακόμα ακόμα, αν θέλουμε να «συρραφθούμε» με κάποιον άλλον.

Έτσι είναι και η μοναξιά.

Ο καθένας μας αλλιώς τη βιώνει και την αντιμετωπίζει. Για εσένα μπορεί να είναι μια μορφή θανάτου. 
Για κάποιον άλλον είναι απλώς η άρνηση να «τρυπήσει» ένα κομμάτι της ζωής του για να μπορέσει να επισυναφθεί και να προσαρτηθεί στο κομμάτι της ζωής κάποιου τρίτου. 
Ας πούμε ότι από τη δική τους οπτική γωνιά, η λύση της μοναξιάς τους είναι να δημιουργήσουν ένα ζωντανό Οριγκάμι παρά απλώς να καρφιτσωθούν μαζί με κάποιον.  

- Ακόμα δεν καταλαβαίνω.
- Πώς να στο πω; Σκέψου εκείνες τις καραμέλες γάλακτος που αφήνω στο γραφείο σου τα πρωινά.
- Ναι;
- Εσύ τις ξετυλίγεις σιγά σιγά και της μασουλάς για ώρα ενώ εγώ τις ανοίγω με
ορμή και τις τρώω σχεδόν αμάσητες. Στο τέλος και οι δύο τις απολαύσαμε με τον τρόπος μας.
- Όντως.
- Κάπως έτσι για εμένα είναι ζωή. Με τα όμορφα και τα άσχημα της, κάποια στιγμή θα τελειώσει. Μέχρι τότε θα ήθελα όσο μπορώ να την απολαύσω με τον τρόπο μου.





Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικώς στη σελίδα "σινιάλο" στον παρακάτω σύνδεσμο: https://cignialo.gr/pes-mou-kati-aisiodokso/

Photo credits: Θανάσης Ξένος - Thanasis Xenos 




Δημοφιλή

Μια σκέψη έντονη...

Συγνώμη και Ευχαριστώ!

Νομοτελειακά όσο μεγαλώνεις δυσκολεύεσαι να αλλάξεις νοοτροπία στο πως αντιμετωπίζεις μικρές και μεγάλες καταστάσεις στη ζωή. ...