A Stranger's Thoughts : καλοκαίρι
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καλοκαίρι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καλοκαίρι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Γιατί ξεχάσαμε να ζούμε;


Γιατί ξεχάσαμε να ζούμε


Κάθε γουλιά από τον πρωινό καφέ, μια διαδρομή μας φέρνει στο νου, από εκείνες που κάναμε παλιά. Σπιθαμή προς σπιθαμή τον τόπο ετούτο γυρίσαμε. Σε κάθε εκδρομή, τοπία αντικρίζαμε που έκλεβαν τη λαλιά μας. Ένα ταξίδι ήταν η ζωή μας, μόνιμο· όμορφο.

Θάλασσες μακρινές ανακαλύπταμε και την αλμύρα τους δρέπαμε ταΐζοντας τα κορμιά μας. Δεν σταματούσες θυμάμαι να ζητάς φιλιά από αλάτι γεμάτα. Και σαν ο ήλιος έπεφτε στους γυάλινους κόκκους της άμμου που έμεναν στα μαλλιά μας, όψη αιώνια μας χάριζε, αγάλματα σμιλεμένα από αγάπη.

Και όταν οι ακτίνες του αντάμωναν ανέμους απαλούς, ζωγράφιζαν με ασημένια και γαλάζια χρώματα τους ατέλειωτους ελαιώνες που συναντούσαμε. Τα φύλλα και οι καρποί, κύμα σχημάτιζαν στεριανό και με το δάχτυλο το πέραν έψαχνες να δείξεις.

Ερχόταν και η σειρά μου να σου δείξω, κορυφές απάτητες, θυμάρι ποτισμένες.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, κόκκινο χώμα και πέτρες πίσω αφήναμε και πάντα σε ρωτούσα,
«Τρελέ που με πηγαίνεις; Ο κόσμος θα πει πως σάλεψες!»
Και όταν τον ουρανό σχεδόν αγγίζαμε, το χέρι μου κρατούσες.
Τη θέα πρόσταζες να δω και τότε αποκρινόσουν,
«Από εδώ επάνω, ο κόσμος όλος είναι δικό σου».

Σαν πύρωνε ο δρόμος της κατάβασης, πηγές που έβγαζαν βάλσαμο έβρισκες, το στόμα μου να βρέξω. Μα δε σταμάταγες να με φροντίζεις, φραγκόσυκα και φρούτα αδέσποτα στην μπλούζα σου έβαζες και με τρατάριζες. Πάντα με την ίδια λάμψη στα μάτια, πάντα με ένα γλυκό χαμόγελο. Σαν παιδί έκανες σαν έτρεχες μέσα σε εκείνες τις μπανανιές και ύστερα σε εκείνη τη φυτεία με τα καλαμπόκια που σε κάστρο Ιπποτικό κατέληγε. Χατίρια ποτέ δε μου χάλασες. Αυτά όριζες ως τιμή που έπρεπε να υπερασπιστείς.

Και ήταν φορές πολλές που σου ζητούσα μια στάση μικρή να κάνουμε, να απλώσουμε τα χέρια μας σε πράσινα και κίτρινα λιβάδια, τα σωθικά μας να γεμίσουμε με αρώματα της φύσης. Στο γύρισμα του κεφαλιού, χρόνο έβρισκες περίσσιο, λουλούδια κάθε λογής να μου προσφέρεις.

Σε ξωκλήσια λευκά, με γαλάζιους τρούλους, σε μακρινά νησιά, λουκούμια με γαρύφαλλο μας φίλεψαν. Και σε μοναστήρια πέτρινα, με καμπαναριά επιβλητικά, σε άγρια βουνά, με γλυκό τριαντάφυλλο μας γλυκάνανε.

Σε ίσκιο από πλατάνια ξαποστάσαμε όταν ο δρόμος μας ήταν μακρής και σε εκείνον από φοινικιές δροσίσαμε τον πόθο μας. Τα όνειρά μας όμως, ποτέ δε τα σκεπάσαμε, τα αστέρια καρτερικά περιμέναμε κάθε βράδυ να τα φωτίσουν.

Τη χορτάσαμε τη ζωή μας πότε με μέλι από έλατο και πότε από ανθούς. Με μυρωδιές τη ντύσαμε, που άλλοτε έφερνε ο Ζέφυρος και άλλοτε ο Απηλιώτης. Χορέψαμε στους χτύπους από τις στάλες της βροχής και στο τραγούδι των ηλιοκαμένων τζιτζικιών. Τη χορτάσαμε τη ζωή μας.

Για πες μου όμως τώρα που σώθηκε ο καφές.

Γιατί ξεχάσαμε να ζούμε;




Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικώς στη σελίδα "σινιάλο" στον παρακάτω σύνδεσμο:

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Ένα καλοκαίρι με τον Καμύ - Μέρος 1ο


A summer along with Camus


"Έκλεισα τα παράθυρα και, γυρίζοντας στο δωμάτιο, είδα στον καθρέφτη μια άκρη του τραπεζιού όπου η λάμπα οινοπνεύματος γειτόνευε με κομμάτια ψωμιού. Σκέφτηκα πως άλλη μια Κυριακή πέρασε, πως τώρα η μαμά ήταν στον τάφο της, πως θα ξανάρχιζα τη δουλειά μου και πως τελικά δεν είχε αλλάξει τίποτα."

Αλμπέρ Καμύ - Ο Ξένος

Τα συναισθήματα που γεννά ο θάνατος, κάποια στιγμή, τα βιώνουμε όλοι μας. Αν δεν είναι κάποιος φυσικός θάνατος η αιτία, μπορεί να είναι μιαν απώλεια διαφορετική, ίσως και καθημερινή. Λόγου χάρη, μπορεί να είναι μια κακή μέρα στη δουλειά, μιαν άδικη συμπεριφορά στο λεωφορείο, ένας τσακωμός ή ένα χωρισμός.  Έτσι, αυτό που χάνουμε, έστω και προσωρινά, μπορεί να είναι η διάθεση μας, το αίσθημα δικαίου, την εκτίμησή μας για ένα άλλο πρόσωπο ή το ίδιο το πρόσωπο.

Οφείλουμε να επισημάνουμε πως, η απώλεια του καθενός και πως την αντιμετωπίζει είναι κάτι πολύ προσωπικό. Είναι άδικο να τσουβαλιάζουμε όλους τους "θανάτους" που ζούμε και να βάζουμε στο ζύγι το πότε κλάψαμε περισσότερο και γιατί. Στην τελική άλλος στο θάνατο γελά και άλλος κλαίει.

Από την άλλη, για τον καθένα μας έχει υπάρξει η στιγμή, που για κάποιο λόγο, έκλεισε τα πατζούρια και έμεινε συντροφιά με τη θλίψη του. Και πίσω από τα κλειστά παράθυρα, μια εικόνα θεατρική, μέσω της οποίας, όλοι μας ασυνείδητα ταυτιζόμαστε με τον ήρωα του Ξένου. Ένας καθρέφτης που αρνούμαστε πεισματικά να κοιτάξουμε, φοβούμενοι μήπως φτάσουμε βαθιά μέσα μας και αντικρίσουμε κάτι αποκρουστικό ή μιαν ενοχή πνικτική, για αυτά που δεν νιώθουμε. Ένα τραπέζι Κυριακάτικο, σύμβολο οικογενειακής γαλήνης, θλιβερό και αυτό όταν μένει αδειανό. Ψίχουλα μονάχα το στολίζουν ή λίγη ζάχαρη ή λίγος καφές , ψήγματα αναμνήσεων. Και μια λάμπα ή ένα κερί με φως τρεμάμενο που ταλαντεύεται στο παραμικρό αεράκι, όπως ταλαντεύονται οι σκέψεις μας στο παραμικρό συναίσθημα.  

Η ιστορία του Ξένου δεν έχει να κάνει με το θάνατο και την απώλεια. Όπως ο ίδιος ο Καμύ εξηγεί, "Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που δέχεται να πεθαίνει για την αλήθεια". Ένας αντιήρωας που μέχρι την τελευταία του στιγμή, ζει απαλλαγμένος από τα συναισθηματικά δεσμά του.

Αναζητώντας την δικής μας καθημερινή αλήθεια, είναι όντως τόσο εύκολο, απλώς να ξυπνήσουμε την επόμενη μιας απώλειας και να συνεχίσουμε να ζούμε όπως και πριν; Ή μήπως είναι το ιερό καθήκον μας προς τη ζωή και το συνάνθρωπό μας, να βρίσουμε τη δύναμη να προχωράμε; Ή μήπως, σε μια καθημερινότητα που δεν άλλαζε, ήμασταν τελικά οι ίδιοι νεκροί; Είχαμε απολέσει δηλαδή το δικαίωμα να ζούμε, βυθισμένοι στην επανάληψη και την ρουτίνα, άρα η ζωή και μετά την απώλεια, συνεχίζει όντως, να μην αλλάζει.

Πάντα θα υπάρχει λοιπόν ένα κίνητρο ή μια συνθήκη, που θα μας ωθεί ή θα μας αναγκάζει, να σηκωθούμε από το κρεβάτι, να πλυθούμε, να βάλουμε ρούχα καθαρά και να βγούμε έξω. Ακόμα όμως και αν καταφέρουμε να απαλλαγούμε από οποιαδήποτε συναισθηματικό βαρίδι, η απώλεια, το σίγουρο είναι πως, δε ξεχνιέται.

Μπορεί να την αντιμετωπίζουμε όσο ψυχρά θέλουμε αλλά σα γεγονός δε σβήνεται. Στις πιο απρόβλεπτες στιγμές, σε κάποια νέα εμπειρία ή σε κάποιο αντικείμενο από το παρελθόν θα έρχεται στο νου.

Και αφού θα είναι πάντα εκεί, ίσως θα έπρεπε, είτε από σεβασμό για αυτόν που έφυγε και για ό,τι ζήσαμε μαζί, είτε από την εμπειρία και τη σοφία που αποκτήσαμε από αυτά που χάσαμε, ίσως θα έπρεπε λοιπόν, όσο δύσκολο και αν είναι, να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε εμείς. Ίσως τότε τελικά, κάτι άλλαζε και στη ζωή μας.    

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Γράμμα δίχως παραλήπτη.

Non receiver Letter

"Είναι μεγάλη τέχνη να χάνεις το χρόνο σου"
(Μ.Καραγάτσης)

Διακοπές. Ξεκίνησα ένα βιβλίο μετά από καιρό, δεν ήθελα πια να χάνω το χρόνο μου μετρώντας βότσαλα στην παραλία. Βότσαλο και λεπτό χαμένο. Κάθε λεπτό απ' αυτά ζωής φύρα. Σε αυτό λοιπόν το βιβλίο αναγραφόταν η παραπάνω φράση. Προφανώς ο "θεός των βιβλίων" με έβαλε σε πειρασμό να το αφήσω μισό αφού θα μπορούσα πλέον να θεωρώ τον εαυτό μου καλλιτέχνη.

Καλοκαίρι. Κορμιά χαμαιλέοντες. Στην πρώτη επαφή με τη θάλασσα λευκά θα κρυφτούν στη λευκή άφρη της θάλασσας. Δυο μέρες μετά, κοκκινόχωμα και θάμνοι ηλιοκαμένοι, πορφυρόξανθοι λόφοι θα τα κρύψουν αναψοκοκκινισμένα σαν τους διαβαίνουν. Σε μια βδομάδα μελαχρινά, πόθο αναβλύζουν στους νυχτερινούς περιπάτους καθώς ένα γίνονται με το γλυκό σκοτάδι.

Μεγάλωσα για να πιστεύω πλέον σε έρωτες και αγάπες καλοκαιρινές, σκέψεις σχεδόν παιδικές. Μεγάλωσα όμως αρκετά για να καταλάβω πως τον καιρό μου έχασα  μένοντας ακίνητος φοβούμενος τη ντροπή που ίσως νιώσω αν γίνω και πάλι λίγο παιδί. Ένα παιδί που αψηφά τους κινδύνους που εγκυμονεί η έκθεση των συναισθημάτων και η ντροπή της απόρριψης, ίσως και η χλεύη αυτών που νιώθει. 

Ακίνητος από σήμερα δε μπορώ να μένω. Δεν θέλω. Λόγοι πολλοί και μία αΚαταμάχητη επιθυμία να μην αφήνω το χρόνο να γλιστρά χωρίς τουλάχιστον να προσπαθώ να τον παγιδεύσω σε μια ανάμνηση. 

Σχόλη να' ταν ο χρόνος όλος. Μα δεν είναι και να που ο χρόνος τύραννος δεν αφήνει περιθώρια για κινήσεις μετρημένες, στοιχισμένες και κουβέντες προσεχτικά ειπωμένες μήπως και οι πιθανότητες να συναντήσω ένα χαμαιλέοντα γίνουν περισσότερες. Έναν που όσο και αν μασκαρευτεί πάντα στα μάτια μου θα ξεχωρίζει αφού η ομορφιά του δε θα έχει ταίριασμα όπου και αν περπατάει.

Γύρευα τα βράδια μια μορφή που θα ξεπρόβαλε στις καλοκαιρινές εξόδους ανάμεσα σε παρουσίες αδιάφορες όπως προβάλουν τα βαπόρια στων νησιών τα μικρά λιμάνια, ένα βαπόρι λαμπιοστολισμένο με μια μονάχα θέση επιβάτη. Μορφή που ίσως μου έδινε μια σκέψη άσβεστη την ώρα που θα έπεφτα να ξεκουράσω μάτια και ψυχή, συντροφιά μέχρι το πρωί. Σαγηνεύτηκα μα δε σε σαγήνεψα. 

Κάποιος απροσδιόριστος θεός διάλεξε άλλο μονοπάτι να περπατήσω. 

Μέρα μεσημέρι ξεπρόβαλε και όχι βράδυ. Λιτή μορφή χωρίς στολίδια. Στάθηκα για να περάσει. Χαμόγελο και ένα νεύμα ευγενικό αρκούν όταν το κορμί σου στην καυτή λαμαρίνα του αμαξιού ξεβράζει κάθε ελπίδα έρωτα.

Οξύμωρο. Μια στιγμή ακινησίας ώθηση για να νικήσω την καθηλωτική δειλία ανθρώπου που φυλακίζει αισθήματα σε σφραγισμένα χείλη. 


Ποθώ να σε δω ξανά. 

"Τα παραπάνω λέξεις σε χαρτί μακάρι να ήτανε γραμμένες. Μορφές του πόθου χαμαιλέοντες, αλλάξανε και γίνηκαν χίμαιρες. Καλοκαίρια που μένουμε βουβοί. Αγάπες που αφήσαμε να μπουν στο πλοίο χωρίς ξεπροβόδισμα..."

Δημοφιλή

Μια σκέψη έντονη...

Συγνώμη και Ευχαριστώ!

Νομοτελειακά όσο μεγαλώνεις δυσκολεύεσαι να αλλάξεις νοοτροπία στο πως αντιμετωπίζεις μικρές και μεγάλες καταστάσεις στη ζωή. ...