A Stranger's Thoughts : όνειρα
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα όνειρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα όνειρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

Με ένα βόλο στη τσέπη

 


«Ἐρημικά, σωπαίνουν,
πρωτογνώριστα μέρη,
οἱ σκάλες, τὰ δωμάτια.
Οὔτε κανεὶς πιὰ ξέρει
ἂν πάλι θ᾿ ἀνατείλουν
τὰ παιδικά σου μάτια.»

Κώστας Καρυωτάκης – Ωδή σ' ένα παιδάκι  

 

Μια σκέψη περίεργη τα βράδια, επιστρέφοντας σπίτι σε συντροφεύει τον τελευταίο καιρό. Πως φυλακή και καταφύγιο θα είναι για πάντα το παιδικό σου δωμάτιο.

Από το πατρικό σου όταν καμία φορά περνούσες, δειλά άνοιγες και έμπαινες να εξερευνήσεις το δωμάτιό σου το παλιό. Κανα δυο αναμνήσεις έβαζες στο κασετόφωνο του μυαλού να παίζουν πριν κλείσεις ξανά το φως.

Στο ξύλινο πάτωμα μπορούσες και διέκρινες καθαρά την μεσημεριανή αναστάτωση που προκαλούσαν οι πολύχρωμοι βόλοι σου όταν γλιστρούσαν νωρίτερα της ώρας τους από τις παλάμες σου. Ποτέ δε δέχτηκες πως το πλήγωναν αλλά πως ψίχουλα σμίλευες, το δρόμο σου να βρεις, αν κάποτε θελήσεις.

Μετρούσες επίσης με τούτο τον τρόπο, τα όρια των κοντινών σου ανθρώπων. Ανακάλυψες πόσους βόλους αντέχει το μεσημέρι της Κυριακής μέχρι να σπάσει. Έτσι κάπως έμαθες να μετράς και τους ανθρώπους. Ανυπόφορη γίνεται όμως η ζωή όταν τελικά επιλέγεις να είσαι με αυτούς που σου βγαίνουν απλώς «περισσότεροι».

Και όταν μετά από χρόνια σιχάθηκες να μετράς και η κόπωση της ενήλικης σκέψης καταβρόχθισε την καθημερινότητά σου, ήθελες απλώς, μόνον να νιώθεις.

Μια τελευταία φορά ψηλάφισες τα ψίχουλα σε εκείνο το πάτωμα καταλήγοντας στη γωνιά που είχες χαράξει μια μικρή, στραβή γραμμή, που μόνο αν πλησίαζες πολύ μπορούσες να τη δεις. Ήταν το κέντρο του κόσμου σου. Σε εκείνο το σημείο, αμέτρητες φορές είχε φυτέψει ο νους, σημαίες από τις κατακτήσεις και τους πλανήτες που κούρσευες. Κουλουριάστηκες εκεί και ανάσανες.

Αποκοιμήθηκες όπως όταν σκέπαζες ολόκληρο το κεφάλι σου και άφηνες μια μικρή τρύπα στην κουβέρτα, ίσα να παίρνεις λίγο αέρα. Σαν να έφτιαχνες κέλυφος ήταν. Προστάτευες τα όνειρά σου κανένας να μην στα αρπάξει. Να ξυπνήσεις το πρωί και να τα αραδιάσεις σε κάθε βήμα σου μπροστά.

Μα όταν ξύπνησες και ξεκουρνιάστηκες από εκείνη τη γωνιά, θυμήθηκες πως τελικά τα όνειρά σου είχες φυλακίσει σε αυτό το δωμάτιο. Ανάμεσα στις σελίδες βαρετών βιβλίων ξεθώριαζε μέρα με τη μέρα η φαντασία σου και τα σχέδιά σου για το πως θα μείνεις για πάντα παιδί.

Σηκώθηκες απότομα και σε ένα κουτί έκλεισες όλες τις αναμνήσεις σου μαζί με εκείνες τις στραβοφτιαγμένες χειροτεχνίες που είχες βγάλει για λίγο από το συρτάρι σου. Ποτέ δε σε στεναχώρησε που ήταν στραβές. Στραβά πως λόγιζες τον κόσμο σου προσάπτανε και πως ο δρόμος σου ευθύς πρέπει να είναι, ποτέ λοξά μη ρίχνεις τη ματιά σου μάθανε. Αυτό σε πλήγωνε περισσότερο, πως δεν πήρες τη ζωή όπως ήθελες, λοξά.

Τραβώντας πια μόνιμα πίσω την πόρτα, ένα βόλο μονάχα, βαθιά την τσέπη έβαλες να σου θυμίζει πως ποτέ δεν είναι αργά να κυνηγήσεις τα παιδικά σου όνειρα.

Να σου θυμίζει ότι πάντα θα υπάρχει ένα παιδί μέσα που θα προτιμάει να σπάει την ησχυχία της Κυριακής παρά να μένει σιωπηλό.


Photo: Thanasis Xenos

Αρχική δημοσίευση: https://cignialo.gr/me-ena-volo-sti-tsepi/


Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Το Τούνελ που ήξερε να μιλάει

 

Το Τούνελ που ήξερε να μιλάει
Do you ever get the feeling that you are missing the mark?

Μια φορά και έναν καιρό και δύο στιγμές πιο πέρα, ήταν ένα Τούνελ πολύ πολύ ξεχωριστό. Δεν ήταν μεγάλο, ούτε ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής ή κατασκευαστικής ομορφιάς και χάρης. Γύρω του είχε δέντρα αμέτρητα και θάμνους καταπράσινους μα αυτό όντας από τσιμέντο, ξένο φάνταζε ανάμεσα στης γης τα χώματα και τα χορτάρια. Η αλήθεια όμως ήταν πολύ διαφορετική.

Μικρό όπως ήταν, την μέρα οι ακτίνες του ήλιου έφταναν να ζεσταίνουν το εσωτερικό του και το βράδυ όταν όλα ήταν σκοτεινά το φεγγάρι το γέμιζε με φως. Σαν φυσούσε δε, η δροσιά της φύσης και οι μυρωδιές των λουλουδιών πλημύριζαν τα λίγα μέτρα του, σπιθαμή προς σπιθαμή. Μπορεί ακόμα κάποιος να προσθέσει πως ήταν γενικά ένα ήσυχο πέρασμα για λίγα αμάξια και πολύ λιγότερους πεζούς. Το Τούνελ αυτό όμως ήταν μοναδικό γιατί ήξερε να μιλάει!

Συνήθιζε να μιλάει κυρίως στα παιδιά χωρίς όμως να ξεχωρίζει τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Ίσως αυτό συνέβαινε διότι τα παιδιά ήταν τα ίδια πιο ανοιχτά και πρόθημα στο να συνομιλήσουν μαζί του παρά οι μεγαλύτεροι.  Ήταν όμως ντροπαλό και δεν άνοιγε την κουβέντα ποτέ πρώτο εκείνο αλλά περίμενε πάντα τους άλλους να μιλήσουν και μετά να απαντήσει.

Αν πάλι πέρναγε κάποιο αμάξι ή μηχανή κάνοντας φασαρία, γκρίνιαζε γιατί του χαλούσαν την ησυχία. Αν όμως περιδιαβαίνανε παρέες με γέλια και φωνές χαράς διασκέδαζε μαζί τους και με τις δικές του φωνές μπορούσε να τρομάξει όλα τα πουλιά στα δέντρα γύρω του και αυτά με τη δική τους σειρά κελαηδούσαν δυνατά, δημιουργώντας μια πανδαισία ήχων.

Τα πρώτα χρόνια ήταν πάντα πολύ ενεργό στις συζητήσεις και πρόθυμο να ακούσει όλους τους άλλους. Ήταν καλός ακροατής και ενθάρρυνε όλο τον κόσμο να μιλάει και να λέει τις σκέψεις του και πολύ περισσότερο τα σχέδια και τα όνειρά τους. Επίσης ήξερε πως καμία φορά, όσο παράξενο και αν φαίνεται, το μόνο που χρειαζόντουσαν οι συνομιλητές του ήταν απλώς να φωνάξουν και να βγάλουν από μέσα τους μια μόνο κραυγή που θα τους απελευθέρωνε από τις αναστολές τους και θα τους έδινε ώθηση να συνεχίσουν να μιλάνε και να κυνηγούν τα όνειρά τους.

Καθώς τσουλούσε όμως ο καιρός, όσοι στο διάβα τους το έβρισκαν, όλο και λιγότερο του μιλούσαν, άλλοτε όντας βιαστικοί και άλλοτε στις σκέψεις τους πνιγμένοι και βουβοί. Μέρα με την μέρα, μικροί και μεγάλοι, σταμάτησαν να επικοινωνούν με το Τούνελ και όταν πια κανένας περαστικός μαζί του δε μιλούσε θαρρείς πως μαζί σταμάτησαν ο ήλιος τα πρωινά να το ζεσταίνει και το φεγγάρι τα βράδια να το φωτίζει. Γκρίζο και σιωπηλό έστεκε μονάχο μεταξύ των δέντρων και τα πουλιά έπαψαν και αυτά φωλιές να φτιάχνουν στον ουρανό του. Το μόνο που ακουγόταν πλέον ήταν ο κρύος αέρας που σφύριζε στα μέσα του, στιφός σαν το γευόσουν, αποπνικτικός σαν τον μύριζες.

Τα χρόνια λοιπόν περνούσαν και το Τούνελ έστεκε τώρα αμίλητο, αφουγκραζόταν μονάχα την εκκωφαντική σιωπή των ανθρώπων, όχι αυτήν που τα χείλη κρατούσαν σφιχτά μα τη σιωπή των σκέψεων, την απώλεια ονείρων, το διάβα από το σήμερα στο αύριο χωρίς κουράγιο, χωρίς αισιοδοξία.    

Μια τυχαία μέρα, μπόρα έπιασε τρομερή και δυο πιτσιρικάδες με τα ποδήλατά τους καταφύγιο βρήκαν στο Τούνελ από κάτω, μέχρι η βροχή να σταματήσει.

 

-       Ξέρεις, ο ένας είπε στον άλλο, το Τούνελ αυτό κάποτε ήξερε να μιλάει.

-       Μην είσαι κουτός, ο άλλος αποκρίθηκε.

-       Αλήθεια σου λέω, υπάρχουν ιστορίες πολλές που αυτό μαρτυράνε.

-       Μα δεν γίνεται, τα τούνελ δε μιλάνε.

-       Κάτσε να δεις και θα στο αποδείξω. 

Βάζει λοιπόν χωρίς δεύτερη σκέψη μια φωνή και με όλη του τη δύναμη ξεστομίζει «Μ’ ακούς;». Ξάφνου ακούστηκε το Τούνελ να λέει και αυτό «Μ’ ακούς;»

-      Είδες; Απάντησε.

-      Μα είσαι πραγματικά ανόητος. Αυτό δεν ήταν το Τούνελ που μιλούσε, ήταν απλά ο αντίλαλός της φωνής σου.

-      Θέλω να γίνω αστροναύτης φώναξε ξανά ο άλλος χωρίς να χάνει την αισιοδοξία του και το Τούνελ ακούστηκε να λέει και αυτό, θέλω να γίνω αστροναύτης.

-      Μα γιατί επιμένεις;

-      Θέλω να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο φώναξε αυτή τη φορά… θέλω να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο.

-      Άμα συνεχίσεις μέσα στη βροχή θα φύγω και μόνο θα σε αφήσω, τι δεν καταλαβαίνεις; Αντίλαλος είναι.

-      Μήπως χάνεις το νόημα;

-      Τι εννοείς;

-     Άκου, δεν είναι αντίλαλος. Το Τούνελ μιλάει και επαναλαμβάνει τις δικές μας κουβέντες. Τις επαναλαμβάνει και κύματα τις κάνει στον αέρα, κάθε φορά που εδώ θα επιστρέφουμε ξανά να τις ακούμε, να μη ξεχάσουμε ποτέ αυτά που ονειρευτήκαμε να γίνουμε, αυτά που σαν παιδιά φωνάζουμε πως θέλουμε να ζήσουμε. Είναι όλα όσα θέλουμε να βρούμε στην άλλη άκρη όταν φτάσουμε.

Όταν η βροχή πια σταμάτησε οι πιτσιρικάδες έφυγαν τρεχάλα στα ποδήλατά τους επάνω. Το βραδινό φως του φεγγαριού πέφτοντας στις στάλες της βροχής που είχανε σωθεί στις άκρες του Τούνελ, χάρισε ξανά τη χαμένη του ζωντάνια. Από την επόμενη κιόλας μέρα ξεκίνησε και πάλι να μιλάει και έζησε αυτό καλά, εμείς καλύτερα για δύο στιγμές και τρία όνειρα θα κάνουμε να πάμε παραπέρα.


Photo credits: Γρηγόρης Ξένος - Greg Xenos

Graffiti artist: Unknown 


Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Ζώντας τη Ζωή που ονειρεύτηκες

Living the life you dreamed about


Δεν πειράζει που δεν έκανες αυτό που ονειρεύτηκες, φτάνει που κούμπωσες καλά στη ζωή που ράφτηκε για εσένα.

Στον πρώτο εφιάλτη που είχες δει, πείστηκες με τη βία της λογικής πως αυτό θα είναι το μονοπάτι που θέλεις να διαλέξεις αντί τους φόβους σου να αγκαλιάσεις. Δε βρήκες τότε συμπαραστάτες, ούτε το θάρρος να τους αποδεχτείς και να τους αντιμετωπίσεις. Στο τέλος σε τύλιξαν οι ίδιοι σου οι φόβοι ωσότου απαρνήθηκες αυτό που λαχταρούσες να γίνεις. Στριφογυρνάς και πετάγεσαι τα βράδια στον ύπνο σου, αδύναμη να αντιδράσεις. Τα όνειρα σου λησμόνησες και ξέχασες πως είναι να αγναντεύεις το πέλαγο της ζωής, το τώρα σταμάτησε να έχει αξία, σταμάτησε να υπάρχει, εξαϋλώθηκε όπως ο έρωτας όταν αναδεύεται με τον εγωισμό.

Περνούν τα σαββατοκύριακα σου βουβά και εσύ αναζητάς λίγες στιγμές ελευθερίας, μια βόλτα κρυφή σε μέρη που δίσταζες να πας, μια μπουκιά υπερβολικά αλατισμένου φαγητού σε ένα άδειο τραπέζι και μισό κιλό στιφό κόκκινο κρασί για να μουδιάσει η γλώσσα και το μυαλό να μεθύσει από σκέψεις απαγορευμένες, που από καιρό είχες καλά κλειδώσει σε συρτάρια μουχλιασμένα. Και όταν το μυαλό μεθύσει ξέρεις πως οι σκέψεις σου αυτές θα απλωθούν σε κάθε σπιθαμή της ξεχασμένης ύπαρξης σου και η γλώσσα θα λυθεί με τη σειρά της. Και αν για τρελή σε περάσουν που κάθεσαι μονάχη στο τραπέζι, ποτέ τους δε θα καταλάβουν πως μόνη ταξιδεύεις όχι γιατί σε απέρριψαν αλλά γιατί εσύ αποστράφηκες την αφέλεια της λογικής τους. Και από αυτά σου τα ταξίδια πιο ώριμη επέστρεψες. Δεν ήταν που έπρεπε μόνη να αποφασίζεις αλλά γιατί μονάχη με τον εαυτό σου έπρεπε να ζήσεις και να τον ορίσεις χωρίς σημεία αναφοράς, χωρίς την αλλοίωση του από τα θέλω των άλλων.

Ήταν μεσημέρι καθημερινής, σε έναν καφενέ στο Μεταξουργείο, με λίγο ούζο και δυο μεζέδες, που μου είχες πει πως, πραγματικά ελεύθερη ένιωθες, μονάχα σε εκείνη την τελευταία στροφή της Κατεχάκη με φόρα όταν έμπαινες  λίγο πριν ξεκινήσει η κατάβαση για την Αθήνα. Το πόδι σου πατούσες με δύναμη στο γκάζι μα δεν είναι η ταχύτητα που σε παρέσερνε ούτε ο αέρας μπαίνοντας με ορμή από το ανοιχτό παράθυρο που σε μεθούσε.

Σαν να βουτάς σε τσιμεντένια θάλασσα αισθανόσουν, χωρίς όμως να σε καταπίνει η βουή της πόλης και η γκρίζα απαισιοδοξία της. Τα όνειρα σου σκεφτόσουν πως αντάμωναν για λίγο την αλήθεια σου. Λες και ξεγύμνωνε ο αέρας και η τραχύτητα της ασφάλτου τους φόβους σου, έξυναν από τη σκέψη σου σου, τσουχτερά μα λυτρωτικά τους φραγμούς της λογικής που γαλουχήθηκες και καθαρή από δισταγμούς παραδινόσουν στην πόλη για να ζεις μια ζωή από την αρχή, νέα, ολάκερη. Γέννηση και θάνατος σε κάθε ένα από τα στενά της που φευγαλέα χαρτογραφούσες σαν σε έπαιρνε η κατηφόρα. Και στην ευθεία μετά τη στροφή αυτή, τις πικροδάφνες που ταπεινά υποκλίνονται στη δεξιά μεριά του δρόμου, αντίκρυ στα κυπαρίσσια που χωρίζουν τα δύο ρεύματα, με χαμόγελο προσπερνούσες. Η ζωή σου όλη θαρρούσες, τούτης της ευθείας το διήγημα πως ήταν. Πίκρες και υποκλίσεις σε έναν καθημερινό θάνατο που τον αντικρίζεις όταν πια είναι πολύ αργά για να πατήσεις φρένο.

Στο πρώτο κόκκινο φανάρι που εντέλει συναντούσες, εκεί που η κατηφόρα πια είχε τελειώσει, τελειώνανε μαζί και όλες σου οι σκέψεις εκτός από μια. Αναμετρήθηκες με όλες τις λογικές εκείνες που σε ωθούσαν τόσα χρόνια παράλογα να καταλαγιάζεις αυτά που ένιωθες αλλά συνάμα είχες φτιάξει και μια ακόμα πιο σκληρή. Στον έρωτα, είχες πάρει απόφαση, πως πλέον δε θα πιστεύεις, πως είχε πεθάνει σε εκείνο το τελευταίο ραντεβού που είχες δώσει χωρίς μολύβι και χαρτί, με μια υπόσχεση μονάχα, μια ώρα και ένα μέρος. Μικρούς θανάτους είχες εξ’ άλλου ονομάσει και όσους έρωτες πίστευες πως είχες ζήσει.

Μα ήταν σε αυτό το τελευταίο σου ταξίδι, πάλι μόνη, που ήρθε η συνειδητοποίηση. Με τους φόβους σου για παρέα βρέθηκες να περπατάς για ακόμα μια φορά σε ξένα μονοπάτια. Δεν σε εντυπωσίασαν όμως ούτε οι μυρωδιές και οι άγνωστες γεύσεις, ούτε τοπία αλλούτερα παρά μονάχα η οικεία θέα ενός εφήβου με ένα τριαντάφυλλο στο χέρι και την ελπίδα στα μάτια. Εκείνη την οικουμενική ελπίδα και την άνευ όρων παράδοση σε αυτό που η λογική δε μπορεί να καλουπώσει.

Το τώρα έμαθες ξανά να ζεις και σταματημένη σε εκείνο το κόκκινο φανάρι στο τέλος της κατηφόρας, πλέον συλλογιέσαι πως δεν πειράζει που δεν έκανες αυτό που ονειρεύτηκες, φτάνει που κούμπωσες καλά στη ζωή που ράφτηκε για εσένα… μέχρι χθες.



Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Το τώρα πες μου για δε ζεις;

Living today

Πως ξεριζώνεις το χθες απ’ τα πνευμόνια
Φουσκώνει στην ανάσα
Σε κάθε αναπνοή σε σκίζει από μέσα

Άγχος γεμάτη 
Τα βραδιά ξυπνάς
Με φόβο παιδικό  
Γυρεύοντας ορμήνια για τα όνειρα σου 
Και ορκίζεσαι εκείνη τη στιγμή πως δεν ένιωσες 
Κάτι
Για εκείνους που προσδοκίες γέννησες
Όταν πατρικά σε φίλησαν
Ελπίδα το τώρα σου γέμισες
Αφού τα μάτια τους έταξαν

Τα μάτια πότε δε λένε ψέματα
Σου έμαθαν
Πορεύτηκες από τότε
Με αυτή σου την κατάρα
Τα ψέματα κατάματα να βλέπεις
Γδέρνοντας τη ψυχή

Πως ξεριζώνεις το χθες απ’ την καρδιά
Σε κάθε χτύπο
Γεμίζει με αναμνήσεις το κορμί σου

Καινούριες γύρεψες
Να πλάσεις
Μονάχη σε ένα θέατρο
Με κάποιον ήρωα να ταυτιστείς
Που τέλος δεν θα ‘χει τραγικό
Μήπως
Τον τρόπο βρεις να σώσεις δυο στιγμές
Λίγη ζωή για αύριο να μαζέψεις
Λες και αν έρθουνε χαρές
Τη μοναξιά θα ξεπεζέψεις

Επανάληψη μάνα της μάθησης
Σου δίδαξαν
Και έραψες κατάσαρκα 
Το ίδιο φουστάνι συνέχεια να φοράς
Στο δικό σου το σανίδι
Να στέκεις βοηθητική

Πως ξεριζώνεις το χθες όταν το αύριο κοιτάς
Σε κάθε σκέψη
Το τώρα πες μου για δε ζεις;

Δημοφιλή

Μια σκέψη έντονη...

Συγνώμη και Ευχαριστώ!

Νομοτελειακά όσο μεγαλώνεις δυσκολεύεσαι να αλλάξεις νοοτροπία στο πως αντιμετωπίζεις μικρές και μεγάλες καταστάσεις στη ζωή. ...