A Stranger's Thoughts : μοναξιά
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μοναξιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μοναξιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Ζώντας τη Ζωή που ονειρεύτηκες

Living the life you dreamed about


Δεν πειράζει που δεν έκανες αυτό που ονειρεύτηκες, φτάνει που κούμπωσες καλά στη ζωή που ράφτηκε για εσένα.

Στον πρώτο εφιάλτη που είχες δει, πείστηκες με τη βία της λογικής πως αυτό θα είναι το μονοπάτι που θέλεις να διαλέξεις αντί τους φόβους σου να αγκαλιάσεις. Δε βρήκες τότε συμπαραστάτες, ούτε το θάρρος να τους αποδεχτείς και να τους αντιμετωπίσεις. Στο τέλος σε τύλιξαν οι ίδιοι σου οι φόβοι ωσότου απαρνήθηκες αυτό που λαχταρούσες να γίνεις. Στριφογυρνάς και πετάγεσαι τα βράδια στον ύπνο σου, αδύναμη να αντιδράσεις. Τα όνειρα σου λησμόνησες και ξέχασες πως είναι να αγναντεύεις το πέλαγο της ζωής, το τώρα σταμάτησε να έχει αξία, σταμάτησε να υπάρχει, εξαϋλώθηκε όπως ο έρωτας όταν αναδεύεται με τον εγωισμό.

Περνούν τα σαββατοκύριακα σου βουβά και εσύ αναζητάς λίγες στιγμές ελευθερίας, μια βόλτα κρυφή σε μέρη που δίσταζες να πας, μια μπουκιά υπερβολικά αλατισμένου φαγητού σε ένα άδειο τραπέζι και μισό κιλό στιφό κόκκινο κρασί για να μουδιάσει η γλώσσα και το μυαλό να μεθύσει από σκέψεις απαγορευμένες, που από καιρό είχες καλά κλειδώσει σε συρτάρια μουχλιασμένα. Και όταν το μυαλό μεθύσει ξέρεις πως οι σκέψεις σου αυτές θα απλωθούν σε κάθε σπιθαμή της ξεχασμένης ύπαρξης σου και η γλώσσα θα λυθεί με τη σειρά της. Και αν για τρελή σε περάσουν που κάθεσαι μονάχη στο τραπέζι, ποτέ τους δε θα καταλάβουν πως μόνη ταξιδεύεις όχι γιατί σε απέρριψαν αλλά γιατί εσύ αποστράφηκες την αφέλεια της λογικής τους. Και από αυτά σου τα ταξίδια πιο ώριμη επέστρεψες. Δεν ήταν που έπρεπε μόνη να αποφασίζεις αλλά γιατί μονάχη με τον εαυτό σου έπρεπε να ζήσεις και να τον ορίσεις χωρίς σημεία αναφοράς, χωρίς την αλλοίωση του από τα θέλω των άλλων.

Ήταν μεσημέρι καθημερινής, σε έναν καφενέ στο Μεταξουργείο, με λίγο ούζο και δυο μεζέδες, που μου είχες πει πως, πραγματικά ελεύθερη ένιωθες, μονάχα σε εκείνη την τελευταία στροφή της Κατεχάκη με φόρα όταν έμπαινες  λίγο πριν ξεκινήσει η κατάβαση για την Αθήνα. Το πόδι σου πατούσες με δύναμη στο γκάζι μα δεν είναι η ταχύτητα που σε παρέσερνε ούτε ο αέρας μπαίνοντας με ορμή από το ανοιχτό παράθυρο που σε μεθούσε.

Σαν να βουτάς σε τσιμεντένια θάλασσα αισθανόσουν, χωρίς όμως να σε καταπίνει η βουή της πόλης και η γκρίζα απαισιοδοξία της. Τα όνειρα σου σκεφτόσουν πως αντάμωναν για λίγο την αλήθεια σου. Λες και ξεγύμνωνε ο αέρας και η τραχύτητα της ασφάλτου τους φόβους σου, έξυναν από τη σκέψη σου σου, τσουχτερά μα λυτρωτικά τους φραγμούς της λογικής που γαλουχήθηκες και καθαρή από δισταγμούς παραδινόσουν στην πόλη για να ζεις μια ζωή από την αρχή, νέα, ολάκερη. Γέννηση και θάνατος σε κάθε ένα από τα στενά της που φευγαλέα χαρτογραφούσες σαν σε έπαιρνε η κατηφόρα. Και στην ευθεία μετά τη στροφή αυτή, τις πικροδάφνες που ταπεινά υποκλίνονται στη δεξιά μεριά του δρόμου, αντίκρυ στα κυπαρίσσια που χωρίζουν τα δύο ρεύματα, με χαμόγελο προσπερνούσες. Η ζωή σου όλη θαρρούσες, τούτης της ευθείας το διήγημα πως ήταν. Πίκρες και υποκλίσεις σε έναν καθημερινό θάνατο που τον αντικρίζεις όταν πια είναι πολύ αργά για να πατήσεις φρένο.

Στο πρώτο κόκκινο φανάρι που εντέλει συναντούσες, εκεί που η κατηφόρα πια είχε τελειώσει, τελειώνανε μαζί και όλες σου οι σκέψεις εκτός από μια. Αναμετρήθηκες με όλες τις λογικές εκείνες που σε ωθούσαν τόσα χρόνια παράλογα να καταλαγιάζεις αυτά που ένιωθες αλλά συνάμα είχες φτιάξει και μια ακόμα πιο σκληρή. Στον έρωτα, είχες πάρει απόφαση, πως πλέον δε θα πιστεύεις, πως είχε πεθάνει σε εκείνο το τελευταίο ραντεβού που είχες δώσει χωρίς μολύβι και χαρτί, με μια υπόσχεση μονάχα, μια ώρα και ένα μέρος. Μικρούς θανάτους είχες εξ’ άλλου ονομάσει και όσους έρωτες πίστευες πως είχες ζήσει.

Μα ήταν σε αυτό το τελευταίο σου ταξίδι, πάλι μόνη, που ήρθε η συνειδητοποίηση. Με τους φόβους σου για παρέα βρέθηκες να περπατάς για ακόμα μια φορά σε ξένα μονοπάτια. Δεν σε εντυπωσίασαν όμως ούτε οι μυρωδιές και οι άγνωστες γεύσεις, ούτε τοπία αλλούτερα παρά μονάχα η οικεία θέα ενός εφήβου με ένα τριαντάφυλλο στο χέρι και την ελπίδα στα μάτια. Εκείνη την οικουμενική ελπίδα και την άνευ όρων παράδοση σε αυτό που η λογική δε μπορεί να καλουπώσει.

Το τώρα έμαθες ξανά να ζεις και σταματημένη σε εκείνο το κόκκινο φανάρι στο τέλος της κατηφόρας, πλέον συλλογιέσαι πως δεν πειράζει που δεν έκανες αυτό που ονειρεύτηκες, φτάνει που κούμπωσες καλά στη ζωή που ράφτηκε για εσένα… μέχρι χθες.



Τρίτη 13 Μαρτίου 2018

Η μοναξιά δεν είν' καρκίνος


Lonliness is not a cancer

Σε ταξίδι δίχως προορισμό ξύπνησες 
Συνοδοιπόροι άγνωστοι μα πρόσωπα οικεία 
Σε Λιμάνια που ξεθώριαζαν, ψίχουλα πετούσες
Κομμάτια πάσχιζες να ενώσεις, να θυμάσαι 

Τρύπια πανιά άπλωσαν για να σε κρύψουν 
Από της μοναξιάς τα δόντια 
Μην και σε κάψει, καρκίνο τη ψυχή να μη γεμίσει
Καλπάζοντας, όλα όσα ένιωσες μην και σκοτώσει 

Και όταν τα πρόσωπα σταμάτησαν απλώς να είναι οικεία
Και όταν τραπέζι έστρωσες, λίγη ζωή να μοιραστείς 
Τα φώτα στον ορίζοντα στο δάχτυλο καρφώσαν
«Ποτέ δε θα τα φτάσεις» 

Το βλέμμα κόντινε
Πρώτη φορά που είδες τα βράχια, ψηλάφισες γκρεμό
Και θάλασσα ανταριασμένη σου έπλενε τα πόδια
Δεν ήταν πίστης πλάσμα 

Ψυχές καταδικασμένες ήσαν που πάσχιζαν να βγουν στην ξέρα
Πρόθυμες εσένα να τραβήξουν 
Ψυχές του Άδη αμαρτίες φορτωμένες 
Και αυτές οικείες, γνωστές και αυτές

Στο τέλος τρόμαξες
Όχι από φόβο   
Μόνο γιατί 
Δεν ήξερες τι ένιωσες 
Όταν αντίκρισες
Σε μια σανίδα καρφωμένα
Τα παιδικά σου χρόνια 

Η μοναξιά δεν ειν’ καρκίνος

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

Υπάρχουν κάποιες στιγμές...

There is moments

Υπάρχουν κάποιες στιγμές που ξέρεις ότι έχεις κολλήσει στο παρελθόν και είναι και εκείνες που συνειδητά προχωράς στη ζωή σου. Όλοι λίγο πολύ έχουμε βιώσει παρόμοιες καταστάσεις.

Άλλοτε δέσμιοι συναισθημάτων, αναμνήσεων ή ακόμα και της συνήθειας αδυνατούμε και πολλές φορές αρνούμαστε να πάμε παραπέρα στη ζωή μας. Και  άλλοτε με φόρα το πρωί βγαίνουμε από το σπίτι κυνηγώντας την επόμενη έντονη εμπειρία, την επόμενη συγκίνηση.

Υπάρχουν όμως και εκείνες οι στιγμές που μάλλον δυσκολευόμαστε να τις κατατάξουμε σε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις. Δεν ξέρω πως ακριβώς μπορώ να περιγράψω αυτή τη κατάσταση αλλά σίγουρα υπάρχει μια αίσθηση ουδετερότητας, μια εκκωφαντική ησυχία, ένα τραμπάλισμα μεταξύ σιγουριάς και αβεβαιότητας.

Σίγουρος για το ότι τέλειωσες με τα παλιά και αβέβαιος για το τι ζητάς από εδώ και πέρα. Αβέβαιος για αυτά που συνεχίζεις να νιώθεις και σίγουρος για το τι θέλεις να νιώσεις.

Χαρούμενος που σταμάτησες να κλαις μα σκεπτικός γιατί πια δεν κλαις εύκολα.

Ωριμάζεις συναισθηματικά θα σου πουν κάποιοι φίλοι, εσωτερική αναζήτηση άλλος θα προτάξει σαν άποψη και πάντα είναι και εκείνοι που απλώς θα σου πούνε να πάτε για ένα ποτό.

Μετά από χρόνια μου φάνηκε παράξενο, λιγάκι “άχρωμο” να μην βρίσκομαι στο ένα ή το άλλο άκρο, στα τάρταρα για μια αγάπη που πέθανε ή στα ουράνια για έναν έρωτα που ανατέλλει.

Λες και χρειαζόμουν σημείο αναφοράς κάποιον άλλο άνθρωπο για να ορίσω τα συναισθήματά μου, για να προσδιορίσω τα θέλω μου, τον τρόπο που ζω. Λες και δε θα ξυπνούσα το πρωί αν μόνος έπεφτα για ύπνο το βράδυ. Σταμάτησε η Γη να γυρίζει μιας που σταμάτησα για άξονα να έχω ένα σύντροφο. Σταμάτησα να αναπνέω.

Για να είμαι ειλικρινής θεωρούσα πάντα ότι ήταν ακατόρθωτο να καταρρίψουμε τον “νόμο της τραμπάλας” που προστάζει ότι θα πρέπει να πέσεις από την μια ή από την άλλη πλευρά. Κάποιος θα σε σηκώσει τη μια στιγμή και την επόμενη θα τον στείλεις εσύ στα σύννεφα με τα χέρια ανοιχτά. Ένας απαράβατος νόμος που μάλλον ισχύει στηριζόμενος σε μια παραδοχή. Ότι κάποιος βρίσκεται στην άλλη άκρη της.

Απλό λοιπόν το συμπέρασμα… ”ας κάνουμε κούνια”…

Απλό λοιπόν το συμπέρασμα. Ας μείνω μόνος. Όχι για λίγο, όχι και για πάντα. Για όσο χρειαστεί. Ίσως έτσι μπορέσω να βρω εκείνο το σημείο που θα ισορροπήσω μεταξύ των συναισθημάτων και των σκέψεων μου. Ίσως τότε και μόνο καταφέρω μέσα από αυτή τη διαδικασία να ισορροπήσω εντέλει μαζί με κάποιον άλλον σε τούτη τη ζωή χωρίς αυτό να είναι αυτοσκοπός, καθαρά προσωπική επιθυμία.

Θεωρούσα κουραστικό να προσπαθώ να αποδείξω στους κοντινούς μου ανθρώπους ότι δεν έγινε και τίποτα να περάσεις λίγο καιρό μόνος. Συνειδητοποίησα όμως ότι κουράστηκα από τους ίδιους μου τους προβληματισμούς. Προσπάθησα να συνηθίσω την μοναξιά μα πλέον μου φαίνεται τόσο λάθος.

Προσπάθησα να φτιάξω μια καθημερινότητα να μη χωράει άτομο άλλο, να μην προλαβαίνει να μπει. Γέμισα τις μέρες μου με ασχολίες, τα Σαββατοκύριακα μου με υποχρεώσεις και τις ώρες μου με σκέψεις. Σήκωσα τείχος. Απρόθυμος να ξεκλέψω λίγο από τον “πολύτιμο” χρόνο μου, όχι για να δώσω ευκαιρίες αλλά για να μου δώσουν ευκαιρίες. Ναι, έκανα πράγματα για τον εαυτό μου, πόσο εγωιστής;

Δικαιολογίες αμέτρητες για να αποφύγω ανθρώπους.

Ζητούσα να λύσω το θέμα της μοναξιάς μου μα τελικά κατάλαβα πως έπρεπε να λύσω τα θέματα που είχα με τον ίδιο μου τον εαυτό. Έψαξα να βρω την ασπίδα εκείνη που με έκανε να νιώθω ατρόμητος σ’ αυτά που θα μου φέρει η ζωή… κάποτε ήμουν αισιόδοξος.

Και ο χρόνος που πέρασε, χάθηκε.

Ξέρω ότι είναι δύσκολο και όλα γύρω μας πολλές μέρες φαντάζουν ανίκητα και το μέλλον θαρρείς πως διαγράφεται ζοφερό μα συγχωράτε με, τον χρόνο μου έχασα και δεν τον παίρνω πίσω αλλά τουλάχιστον λίγη από την αισιοδοξία μου θα προσπαθήσω να την κερδίσω ξανά.

Δεν με πειράζει να πλαγιάζω μόνος μα δεν αντέχω άλλο πια να πέφτω χωρίς να ονειρεύομαι, χωρίς να συλλογιέμαι ότι τον κόσμο καλύτερο θα κάνω αύριο.

Δε θέλω πια να υπάρχουν αυτές οι στιγμές.

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Το τώρα πες μου για δε ζεις;

Living today

Πως ξεριζώνεις το χθες απ’ τα πνευμόνια
Φουσκώνει στην ανάσα
Σε κάθε αναπνοή σε σκίζει από μέσα

Άγχος γεμάτη 
Τα βραδιά ξυπνάς
Με φόβο παιδικό  
Γυρεύοντας ορμήνια για τα όνειρα σου 
Και ορκίζεσαι εκείνη τη στιγμή πως δεν ένιωσες 
Κάτι
Για εκείνους που προσδοκίες γέννησες
Όταν πατρικά σε φίλησαν
Ελπίδα το τώρα σου γέμισες
Αφού τα μάτια τους έταξαν

Τα μάτια πότε δε λένε ψέματα
Σου έμαθαν
Πορεύτηκες από τότε
Με αυτή σου την κατάρα
Τα ψέματα κατάματα να βλέπεις
Γδέρνοντας τη ψυχή

Πως ξεριζώνεις το χθες απ’ την καρδιά
Σε κάθε χτύπο
Γεμίζει με αναμνήσεις το κορμί σου

Καινούριες γύρεψες
Να πλάσεις
Μονάχη σε ένα θέατρο
Με κάποιον ήρωα να ταυτιστείς
Που τέλος δεν θα ‘χει τραγικό
Μήπως
Τον τρόπο βρεις να σώσεις δυο στιγμές
Λίγη ζωή για αύριο να μαζέψεις
Λες και αν έρθουνε χαρές
Τη μοναξιά θα ξεπεζέψεις

Επανάληψη μάνα της μάθησης
Σου δίδαξαν
Και έραψες κατάσαρκα 
Το ίδιο φουστάνι συνέχεια να φοράς
Στο δικό σου το σανίδι
Να στέκεις βοηθητική

Πως ξεριζώνεις το χθες όταν το αύριο κοιτάς
Σε κάθε σκέψη
Το τώρα πες μου για δε ζεις;

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Αγάπες Αυτόχειρες


Suicide Loves


Είν’ το νερό στο κορμί σου που τρέχει
και στα δάχτυλα καταλήγει και χάνεται.
Καθώς φεύγει πληγές σου ανοίγει.

Μη ζητάς και μη ψάχνεις την κάθαρση,
όλα αυτά που εσύ ένιωσες,
όλα πια τώρα στράγγιξαν.
Και πονά να πιστεύεις
από αγάπη πως άδειασες.

Και είναι ο έρωτας που σε λούπα πεθαίνει, ξανά και ξανά.
Και όμως Θλίψη δεν νιώθεις καμιά.

Αγάπες που έπεσαν μόνες, σκανδάλη τραβήξαν και ‘φύγαν.
Αμαρτία εσύ να τις θάψεις.
Είν’ κατάρα να ζούνε στη μέση.
Ανάμνηση όμορφη ποτέ τους δε έγιναν
μα ούτε και σκέψη που θέλεις να χάσεις.

Δείλιασες μια ακόμα φορά.

Μια ακόμα ‘γάπη μισή που εσύ έζησες
με ελπίδα πως με χέρι απαλό, σφιχτά την εκράτησες.
Ούτε τώρα.

Το νερό που σταμάτησε και με ψέμα το κορμί σου το λούζεις.
Πως αγάπησες και ερωτεύτηκες και ήσουν έτοιμος όρκο να δώσεις.
Πάλι σύντομα την αλήθεια σου βρήκες, ένα τίποτα στην καρδιά σου πως είχες.
Και το ψέμα στις πληγές τώρα τρέχει και τη σάρκα βαθιά την ποτίζει.

Κανέναν από ψέμα δε φίλησες, το φαρμάκι για εσένα το κράτησες.
Και η σάρκα σαπίζει και χάνεται,
το νερό μαζί του την παίρνει.
Μα η κάθαρση μην πιστέψεις πως έρχεται.
Η ψυχή σου ποτίστηκε τώρα.

Και μια αγάπη χαμένη κυνήγησες.
Όλα εκείνα που έφτιαξες μήπως πίσω γυρίσει,
μαυσωλείο εντέλει τα έκανες
και εκεί μέσα την έκλεισες,
γιατί αλλιώς μια αγάπη νεκρή θα μυρίσει.

Πριν το αίμα προλάβει να φύγει απ’ τα χέρια σου, μες τη νύχτα και πάλι ξεχύθηκες.
Το νερό και το ψέμα δε στέγνωσε μα για αγάπη καινούρια ευχήθηκες.

Και ορκίστηκες πως η κούραση σε έχει πλέον καθηλώσει,
πως τα όνειρα έχεις σκοτώσει.
Δεν θα ‘ρθουν πια στιγμές δυνατές,
όλα αυτά που πονούσαν στο χθες
σε έχουν πλέον τώρα πεισμώσει.

Και το πείσμα το εγώ σου μεγάλωσε και η ψυχή σου ποτίστηκε πάλι.

Μια ψυχή βουτηγμένη στο εγώ και στο ψέμα.

Είναι μέρες που ξέρεις τι νιώθεις μα πάντα μονάχος τις ζεις.
Είναι όμως τα βράδια που νιώθεις πως δεν έχεις πια λόγο να ζεις.

Δημοφιλή

Μια σκέψη έντονη...

Συγνώμη και Ευχαριστώ!

Νομοτελειακά όσο μεγαλώνεις δυσκολεύεσαι να αλλάξεις νοοτροπία στο πως αντιμετωπίζεις μικρές και μεγάλες καταστάσεις στη ζωή. ...