2020 - A Stranger's Thoughts

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Το Τούνελ που ήξερε να μιλάει

 

Το Τούνελ που ήξερε να μιλάει
Do you ever get the feeling that you are missing the mark?

Μια φορά και έναν καιρό και δύο στιγμές πιο πέρα, ήταν ένα Τούνελ πολύ πολύ ξεχωριστό. Δεν ήταν μεγάλο, ούτε ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής ή κατασκευαστικής ομορφιάς και χάρης. Γύρω του είχε δέντρα αμέτρητα και θάμνους καταπράσινους μα αυτό όντας από τσιμέντο, ξένο φάνταζε ανάμεσα στης γης τα χώματα και τα χορτάρια. Η αλήθεια όμως ήταν πολύ διαφορετική.

Μικρό όπως ήταν, την μέρα οι ακτίνες του ήλιου έφταναν να ζεσταίνουν το εσωτερικό του και το βράδυ όταν όλα ήταν σκοτεινά το φεγγάρι το γέμιζε με φως. Σαν φυσούσε δε, η δροσιά της φύσης και οι μυρωδιές των λουλουδιών πλημύριζαν τα λίγα μέτρα του, σπιθαμή προς σπιθαμή. Μπορεί ακόμα κάποιος να προσθέσει πως ήταν γενικά ένα ήσυχο πέρασμα για λίγα αμάξια και πολύ λιγότερους πεζούς. Το Τούνελ αυτό όμως ήταν μοναδικό γιατί ήξερε να μιλάει!

Συνήθιζε να μιλάει κυρίως στα παιδιά χωρίς όμως να ξεχωρίζει τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Ίσως αυτό συνέβαινε διότι τα παιδιά ήταν τα ίδια πιο ανοιχτά και πρόθημα στο να συνομιλήσουν μαζί του παρά οι μεγαλύτεροι.  Ήταν όμως ντροπαλό και δεν άνοιγε την κουβέντα ποτέ πρώτο εκείνο αλλά περίμενε πάντα τους άλλους να μιλήσουν και μετά να απαντήσει.

Αν πάλι πέρναγε κάποιο αμάξι ή μηχανή κάνοντας φασαρία, γκρίνιαζε γιατί του χαλούσαν την ησυχία. Αν όμως περιδιαβαίνανε παρέες με γέλια και φωνές χαράς διασκέδαζε μαζί τους και με τις δικές του φωνές μπορούσε να τρομάξει όλα τα πουλιά στα δέντρα γύρω του και αυτά με τη δική τους σειρά κελαηδούσαν δυνατά, δημιουργώντας μια πανδαισία ήχων.

Τα πρώτα χρόνια ήταν πάντα πολύ ενεργό στις συζητήσεις και πρόθυμο να ακούσει όλους τους άλλους. Ήταν καλός ακροατής και ενθάρρυνε όλο τον κόσμο να μιλάει και να λέει τις σκέψεις του και πολύ περισσότερο τα σχέδια και τα όνειρά τους. Επίσης ήξερε πως καμία φορά, όσο παράξενο και αν φαίνεται, το μόνο που χρειαζόντουσαν οι συνομιλητές του ήταν απλώς να φωνάξουν και να βγάλουν από μέσα τους μια μόνο κραυγή που θα τους απελευθέρωνε από τις αναστολές τους και θα τους έδινε ώθηση να συνεχίσουν να μιλάνε και να κυνηγούν τα όνειρά τους.

Καθώς τσουλούσε όμως ο καιρός, όσοι στο διάβα τους το έβρισκαν, όλο και λιγότερο του μιλούσαν, άλλοτε όντας βιαστικοί και άλλοτε στις σκέψεις τους πνιγμένοι και βουβοί. Μέρα με την μέρα, μικροί και μεγάλοι, σταμάτησαν να επικοινωνούν με το Τούνελ και όταν πια κανένας περαστικός μαζί του δε μιλούσε θαρρείς πως μαζί σταμάτησαν ο ήλιος τα πρωινά να το ζεσταίνει και το φεγγάρι τα βράδια να το φωτίζει. Γκρίζο και σιωπηλό έστεκε μονάχο μεταξύ των δέντρων και τα πουλιά έπαψαν και αυτά φωλιές να φτιάχνουν στον ουρανό του. Το μόνο που ακουγόταν πλέον ήταν ο κρύος αέρας που σφύριζε στα μέσα του, στιφός σαν το γευόσουν, αποπνικτικός σαν τον μύριζες.

Τα χρόνια λοιπόν περνούσαν και το Τούνελ έστεκε τώρα αμίλητο, αφουγκραζόταν μονάχα την εκκωφαντική σιωπή των ανθρώπων, όχι αυτήν που τα χείλη κρατούσαν σφιχτά μα τη σιωπή των σκέψεων, την απώλεια ονείρων, το διάβα από το σήμερα στο αύριο χωρίς κουράγιο, χωρίς αισιοδοξία.    

Μια τυχαία μέρα, μπόρα έπιασε τρομερή και δυο πιτσιρικάδες με τα ποδήλατά τους καταφύγιο βρήκαν στο Τούνελ από κάτω, μέχρι η βροχή να σταματήσει.

 

-       Ξέρεις, ο ένας είπε στον άλλο, το Τούνελ αυτό κάποτε ήξερε να μιλάει.

-       Μην είσαι κουτός, ο άλλος αποκρίθηκε.

-       Αλήθεια σου λέω, υπάρχουν ιστορίες πολλές που αυτό μαρτυράνε.

-       Μα δεν γίνεται, τα τούνελ δε μιλάνε.

-       Κάτσε να δεις και θα στο αποδείξω. 

Βάζει λοιπόν χωρίς δεύτερη σκέψη μια φωνή και με όλη του τη δύναμη ξεστομίζει «Μ’ ακούς;». Ξάφνου ακούστηκε το Τούνελ να λέει και αυτό «Μ’ ακούς;»

-      Είδες; Απάντησε.

-      Μα είσαι πραγματικά ανόητος. Αυτό δεν ήταν το Τούνελ που μιλούσε, ήταν απλά ο αντίλαλός της φωνής σου.

-      Θέλω να γίνω αστροναύτης φώναξε ξανά ο άλλος χωρίς να χάνει την αισιοδοξία του και το Τούνελ ακούστηκε να λέει και αυτό, θέλω να γίνω αστροναύτης.

-      Μα γιατί επιμένεις;

-      Θέλω να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο φώναξε αυτή τη φορά… θέλω να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο.

-      Άμα συνεχίσεις μέσα στη βροχή θα φύγω και μόνο θα σε αφήσω, τι δεν καταλαβαίνεις; Αντίλαλος είναι.

-      Μήπως χάνεις το νόημα;

-      Τι εννοείς;

-     Άκου, δεν είναι αντίλαλος. Το Τούνελ μιλάει και επαναλαμβάνει τις δικές μας κουβέντες. Τις επαναλαμβάνει και κύματα τις κάνει στον αέρα, κάθε φορά που εδώ θα επιστρέφουμε ξανά να τις ακούμε, να μη ξεχάσουμε ποτέ αυτά που ονειρευτήκαμε να γίνουμε, αυτά που σαν παιδιά φωνάζουμε πως θέλουμε να ζήσουμε. Είναι όλα όσα θέλουμε να βρούμε στην άλλη άκρη όταν φτάσουμε.

Όταν η βροχή πια σταμάτησε οι πιτσιρικάδες έφυγαν τρεχάλα στα ποδήλατά τους επάνω. Το βραδινό φως του φεγγαριού πέφτοντας στις στάλες της βροχής που είχανε σωθεί στις άκρες του Τούνελ, χάρισε ξανά τη χαμένη του ζωντάνια. Από την επόμενη κιόλας μέρα ξεκίνησε και πάλι να μιλάει και έζησε αυτό καλά, εμείς καλύτερα για δύο στιγμές και τρία όνειρα θα κάνουμε να πάμε παραπέρα.


Photo credits: Γρηγόρης Ξένος - Greg Xenos

Graffiti artist: Unknown 


Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Μετρώντας λάθος τη ζωή



«Πόσο να διαρκεί πραγματικά η ζωή;
Στο ξέφτισμα από το φως της λάμπας που έσβησες
θα προλάβεις να μετρήσεις τις κορυφές του βολφραμίου
ή θα πεθάνεις μετρώντας

Χαραμίζουμε τη ζωή μετρώντας λάθος πράγματα.

Έτσι και εγώ μέτραγα τις λέξεις μου και δεν έκανα φίλους, μόνο γνωστούς.

Δεν είναι εύκολο να είσαι αρεστός σε όλους μα δυστυχώς τα έχω καταφέρει αρκετά καλά. Πλέον, κάθε βράδυ καταριέμαι που δεν έβριζα περισσότερο τους ψεύτες και τους υποκριτές. Αυστηρός με τον εαυτό μου ήμουν, στα λάθη μου μόνο έβριζα και να που δεν είμαι πια αρεστός σ' αυτόν που στον καθρέφτη με κοιτάζει.

Πόσο λάθος να μετράς τα λάθη σου;

Απογοήτευση μόνιμη λες και γεννήθηκα για να αποδεικνύω κάθε μέρα πως οι άνθρωποι είναι καλοί. Μόνο χθες, σε τέσσερις ώρες μέσα, μέτρησα στο δρόμο δεκαεπτά κακούς και πέντε μαλάκες. Είκοσι δύο στο σύνολο σκέφτηκα αμέσως... πάλι έχασα.

Αποφάσισα να μείνω μόνος σε ένα στενό που δεν περνάνε άνθρωποι πολλοί. 
Να μην μπαίνω έτσι στον πειρασμό να τους μετρώ και να τους παίρνω μέτρα. Κουβέντα να μην αλλάζω με κανένα για να μην έχω να αποδείξω σε κάποιον την καλημέρα. 
Παρά ταύτα η αποϊδρυματοποίηση από την οικογένεια κρατά παραπάνω από την πρώτη μου χυλόπιτα. 
Εκλιπόντας παρακείμενος διαρκείας, μακρόσυρτη άρνηση που αρνείται να σκάσει πάνω σε μια κατάφαση, έστω και βίαια να σταματήσει να με στιγματίζει το γεγονός πως ήμουν τρόφιμος.

Πρέζα Κυριακάτικη ακόμα γυρεύω και σε τάπερ την βάζω κάβα για την βδομάδα που έρχεται.

Αν καταφέρω καμία Κυριακή να ξεφύγω θα είναι στο γήπεδο. 
Γλυκός και συμπαθής με τους ηλιόσπορους στο χέρι μα συμπαθάτε με, ρομαντισμό μόνο στις ήττες τις ομάδας μου βρίσκω πια, ρουφώντας μπάφο και καπνογόνα και τρώγοντας "βρώμικο" απ' έξω. Τουλάχιστον ξεχνώ για λίγο τις δικές μου ήττες.

Και από τις ήττες η πιο μεγάλη εκείνη πως πριν τα σαράντα μου νιώθω πως γέρασα αφού οι γέροι συνήθως είναι καλοσυνάτοι και σου λένε παραμύθια. 
Καλοσυνάτος από τα γεννοφάσκια μου λοιπόν παραμυθιάζομαι πως με λίγη ευγένεια παραπάνω θα κάνω τους κακούς από δεκαεπτά, δεκάξι.

Με ευγένεια με κάρφωσαν εντέλει. 
Συγκατάβαση κατακόρυφα και υποχωρητικότητα οριζοντίως. 
Σταυρό τις έκανα μα λύτρωση δεν είδα. 
Και αντί με αγκαλιά να βρέξουν το σφουγγάρι απλώς την πλάτη μου σκουντήξανε.

Μετά ήρθε για εμένα ο Γολγοθάς μα τα σημάδια μου δεν ήταν εμφανή και ποιος να με πιστέψει. 
Τον τελευταίο καιρό, στα μπαρ σαν πίνω μόνος μου, μονάχα άπιστα γκαρσόνια με σερβίρουν που ούτε και αυτά πιστεύουν πως σκέτο πίνω το ποτό μου και πως δεν έχω φίλους, μόνο γνωστούς
.
Τουλάχιστον μέτρησα σωστά τα ρέστα και είμαι σίγουρος πως άλλο αδερφό δεν έχω.



Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικώς στη σελίδα "σινιάλο" στον παρακάτω σύνδεσμο: https://cignialo.gr/metrontas-lathos-ti-zoi/

Photo credits: Γρηγόρης Ξένος - Greg Xenos

Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Πες μου κάτι αισιόδοξο


Πες μου κάτι αισιόδοξο - Pes mou kati aisiodoxo


- Πες μου κάτι αισιόδοξο.
- Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα πεθάνουμε.
- Και που είναι η αισιοδοξία σε αυτό;
- Τι εννοείς;
- Που βρίσκεις το αισιόδοξο στον θάνατο;
- Στον θάνατο δε ξέρω αλλά όταν είμαι σίγουρος για κάτι, είμαι πιο αισιόδοξος.

Το τέλος και η αρχή είναι με απόλυτη βεβαιότητα, τα μόνα που ξέρουμε για τη ζωή μας. Για τα υπόλοιπα απλώς αγωνιζόμαστε να εξασφαλίσουμε τη μεγαλύτερη δυνατή σιγουριά στο αποτέλεσμα. Είτε αυτά είναι λάθος είτε σωστά, όταν γνωρίζουμε την πιθανότερη κατάληξη τους, το αύριο είναι πάντα αρκετά πιο καθαρό, ασχέτως αν από τα λάθη μας πληγώνουμε ή πληγωνόμαστε. 
Αν μπορέσουμε να αφαιρέσουμε για λίγο τα συναισθήματα που μας δημιουργούνται από τις άσχημες καταστάσεις, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι για αυτά που ξέρουμε ότι θα έρθουν, ίσως είναι πιο εύκολο να τα ξεπεράσουμε. 
Φυσικά, το ίσως, πάντα θα υπάρχει στην εξίσωση, καθώς ο άνθρωπος απρόβλεπτα πορεύεται στον κόσμο τούτο.

Εύκολο δεν είναι σίγουρα, ούτε το να συμφιλιωθείς με το θάνατο ούτε κάθε πρωί να είσαι αισιόδοξος. Από την άλλη, αισιόδοξος ή μη, ο καθένας μας καθημερινά  βιώνει και αναπλάθει τις μορφές του θανάτου διαφορετικά σε σχέση με το περιβάλλον του. 
Το θέμα τελικά όμως, δεν είναι πόσο αισιόδοξα αντιμετωπίζουμε το θάνατο.  Το θέμα είναι πως αποφασίζουμε να ζούμε μέχρι τότε. 
Η οπτική του καθενός προφανώς και πάλι είναι διαφορετική σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας. Από τις πιο μικρές στιγμές μας ανάμεσα σε δυο αναπνοές μέχρι εκείνες στις ατελείωτες ώρες αναμονής στην ουρά της εφορίας οι άνθρωποι ζούμε διαφορετικά. Διαφέρουμε και στα πιο ασήμαντα, όπως η τοποθέτηση ενός συρραπτικού, μέχρι στα πιο σημαντικά, όπως στο αν θέλουμε οι ίδιοι να είμαστε άλλη μια κόλα χαρτί από το σορό ή ακόμα ακόμα, αν θέλουμε να «συρραφθούμε» με κάποιον άλλον.

Έτσι είναι και η μοναξιά.

Ο καθένας μας αλλιώς τη βιώνει και την αντιμετωπίζει. Για εσένα μπορεί να είναι μια μορφή θανάτου. 
Για κάποιον άλλον είναι απλώς η άρνηση να «τρυπήσει» ένα κομμάτι της ζωής του για να μπορέσει να επισυναφθεί και να προσαρτηθεί στο κομμάτι της ζωής κάποιου τρίτου. 
Ας πούμε ότι από τη δική τους οπτική γωνιά, η λύση της μοναξιάς τους είναι να δημιουργήσουν ένα ζωντανό Οριγκάμι παρά απλώς να καρφιτσωθούν μαζί με κάποιον.  

- Ακόμα δεν καταλαβαίνω.
- Πώς να στο πω; Σκέψου εκείνες τις καραμέλες γάλακτος που αφήνω στο γραφείο σου τα πρωινά.
- Ναι;
- Εσύ τις ξετυλίγεις σιγά σιγά και της μασουλάς για ώρα ενώ εγώ τις ανοίγω με
ορμή και τις τρώω σχεδόν αμάσητες. Στο τέλος και οι δύο τις απολαύσαμε με τον τρόπος μας.
- Όντως.
- Κάπως έτσι για εμένα είναι ζωή. Με τα όμορφα και τα άσχημα της, κάποια στιγμή θα τελειώσει. Μέχρι τότε θα ήθελα όσο μπορώ να την απολαύσω με τον τρόπο μου.





Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικώς στη σελίδα "σινιάλο" στον παρακάτω σύνδεσμο: https://cignialo.gr/pes-mou-kati-aisiodokso/

Photo credits: Θανάσης Ξένος - Thanasis Xenos 




Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Θέατρο εν μέσω καραντίνας

Θέατρο εν μέσω καραντίνας - Theater Theatre


Εν μέσω καραντίνας λόγω της πανδημίας του COVID-19 πολλά θέατρα και ιδρύματα έχουν προχωρήσει στην δωρέαν διάθεση, προς παρακολούθηση, θεατρικών παραστάσεων από το ψηφιοποιημένο αρχείο τους μέσω των σελίδων τους. Παρακάτω παρουσιάζεται μια λίστα που διαρκώς θα ανανεώνεται για όσους επιθυμούν να παρακολουθήσουν κάποιες από αυτές. 


Καλή δύναμη σε όλους
Stranger 


Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

Μια μέρα δίχως πανοπλία


A day without wearing an armor

Οι μικρές παράξενες και αναπάντεχες στιγμές στο μεταίχμιο των προσωπικών μας περιόδων στη ζωή κάνουν τις αναμνήσεις εντονότερες. Μια στάλα χρόνου δηλαδή που την τρυπά η μύτη μιας βελόνας και η τρύπα μένει ανοιχτή να σου θυμίζει πως είναι ο έρωτας και ο θάνατος που αψηφούν της "φύσης" τους κανόνες.  

"Μια ανάμνηση έρωτα ανάμεσα στο τελευταίο ξέγνοιαστο καλοκαίρι απόλυτης αδιαφορίας για τα πάντα εκτός από το ποδήλατό και στο πρώτο φθινόπωρο που το μόνο που δε σε ένοιαζε ήταν αν θα βραχείς.

Σε εκείνη  την αλλαγή του καιρού, μια στάλα χρόνου στο λεωφορείο που δειλά μπήκες για πρώτη φορά  κατηφορίζοντας από τη γειτονιά σου στο κέντρο για ένα ραντεβού. Μια μάχη κατάκτησης.

Για βελόνα μια τρύπα, μια τρύπα στην αγαπημένη σου μπλούζα που από βραδύς φρεσκοπλυμένη έχεις ακουμπήσει στην καρέκλα για να φορέσεις σαν άλλη πανοπλία. Όμορφη αύρα και ατρόμητη αίσθηση πως την αγάπη σε αυτό το ραντεβού θα λαφυρίσεις.

Και η τρύπα έκανε μια "τρύπα" μόνιμη στο χρόνο.

Να κάνεις πίσω δεν προφταίνεις, να το ακυρώσεις δεν μπορείς και η μόνη σου επιλογή, να εμφανιστείς με μόνη πλέον αίσθηση αυτής της γύμνιας.

Η μάχη εντέλει ήταν από αυτές που κέρδισες χάνοντας την. Απροστάτευτοι παραδινόμαστε στη λόγχη του έρωτα.

Πώς να μη θυμάσαι μια τέτοια ιστορία;"

Η ζωή μας είναι γεμάτη από τέτοια διηγήματα, όχι μόνο με ιστορίες αγάπης και έρωτα αλλά με κάθε λογής συναίσθημα. Προετοιμασμένοι πιστεύουμε πως είμαστε, έτοιμοι για όλα, έχουμε περάσει πολλά και ξέρουμε. Έπαρση ή βλακεία; Γραφικό και χιλιοειπωμένο το ότι θα ’ρθει εκεί που δεν το περιμένεις μα συνεχώς ξαφνιαζόμαστε από το αναπάντεχο της στιγμής.

Και για πανοπλία αν δεν είναι μια μπλούζα θα είναι τα μαλλιά ή λίγο κραγιόν. Θα είναι μια απόσταση, μια στάση στο κορμί άκαμπτη, ένα παγωμένο βλέμμα. Μικρά κομμάτια του εαυτού μας, φυσικά και επίκτητα, που βάζουμε για άμυνα.

Η μπλούζα όμως θα είναι πάντα καταδικασμένη να τρυπά και τα μαλλιά μαζί με το κραγιόν στις πρώτες στάλες τις βροχής αμέσως να χαλάνε. Η απόσταση και αυτή καταδικασμένη να μικραίνει στις πρώτες λέξεις, το κορμί σε ένα μόνο άγγιγμα να λυθεί και το βλέμμα σ' αυτό που λαχτάρα σαν το κοιτάζει να τσακίσει από αγάπη ή από πόνο.

Το έχουμε βιώσει ή έστω το έχουμε διαισθανθεί πως νιώθουμε έντονα και ζούμε τις στιγμές όταν "γυμνοί" στο δρόμο βγαίνουμε μα ακόμα φτιάχνουμε άμυνες, με στεγανά τις σχέσεις ντύνουμε να λιγοστέψουμε την απώλεια σαν έρθει. Και η αμυντική μας στάση καταλήγει να γεννά επιθετικότητα όταν στο άγνωστο μπροστά βρεθούμε. Άγνωστο καθώς πάψαμε να ζούμε, πάψαμε στον έρωτα να κλαίμε, στο θάνατο να γελάμε. Δεν αναγνωρίζουμε αυτά τα συναισθήματα πια.

Καταφέραμε να ζούμε πλέον σε περίοδο ατέλειωτης μοναξιάς.

Μια στάλα χρόνου στο κατώφλι του σπιτιού μου, απόφαση πως στη βροχή θα περπατήσω μια μέρα δίχως πανοπλία προσμένοντας να τρυπήσει η στιγμή σε βήμα αναπάντεχο.

Με την ελπίδα πως θα είναι η αιχμή, η αρχή για μια περίοδο που θα είναι κάθε της στιγμή έντονη, κάθε της στιγμή… ζωή.


A Day Without Armor


Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

Απώλεια

Loss


Η απώλεια στην απώλεια χάνεται  
Όχι γιατί παύεις να τη ξεχνάς 
Μα είναι που μπερδεύονται 
Οι μυρωδιές των αναμνήσεων 

Μοναδικοί γεννιούνται οι πολλοί  
Και κάποιοι καταραμένοι  
Της μάνας τους την αγκαλιά 
Τη ζούνε μοιρασμένη 

Μα στην κατάρα βρήκα τρόπο 
Σε δυο φευγιά, σε μια βραδιά 
Από μισή αγκαλιά 
Να δώκω

Και από τις μυρωδιές 
Οι πιο έντονες θα μείνουν 
Να μη μ’ αφήνουν να ξεχνώ
Πως η απώλεια πονά



Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικώς στη σελίδα "σινιάλο" στον παρακάτω σύνδεσμο:

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Γιατί ξεχάσαμε να ζούμε;


Γιατί ξεχάσαμε να ζούμε


Κάθε γουλιά από τον πρωινό καφέ, μια διαδρομή μας φέρνει στο νου, από εκείνες που κάναμε παλιά. Σπιθαμή προς σπιθαμή τον τόπο ετούτο γυρίσαμε. Σε κάθε εκδρομή, τοπία αντικρίζαμε που έκλεβαν τη λαλιά μας. Ένα ταξίδι ήταν η ζωή μας, μόνιμο· όμορφο.

Θάλασσες μακρινές ανακαλύπταμε και την αλμύρα τους δρέπαμε ταΐζοντας τα κορμιά μας. Δεν σταματούσες θυμάμαι να ζητάς φιλιά από αλάτι γεμάτα. Και σαν ο ήλιος έπεφτε στους γυάλινους κόκκους της άμμου που έμεναν στα μαλλιά μας, όψη αιώνια μας χάριζε, αγάλματα σμιλεμένα από αγάπη.

Και όταν οι ακτίνες του αντάμωναν ανέμους απαλούς, ζωγράφιζαν με ασημένια και γαλάζια χρώματα τους ατέλειωτους ελαιώνες που συναντούσαμε. Τα φύλλα και οι καρποί, κύμα σχημάτιζαν στεριανό και με το δάχτυλο το πέραν έψαχνες να δείξεις.

Ερχόταν και η σειρά μου να σου δείξω, κορυφές απάτητες, θυμάρι ποτισμένες.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, κόκκινο χώμα και πέτρες πίσω αφήναμε και πάντα σε ρωτούσα,
«Τρελέ που με πηγαίνεις; Ο κόσμος θα πει πως σάλεψες!»
Και όταν τον ουρανό σχεδόν αγγίζαμε, το χέρι μου κρατούσες.
Τη θέα πρόσταζες να δω και τότε αποκρινόσουν,
«Από εδώ επάνω, ο κόσμος όλος είναι δικό σου».

Σαν πύρωνε ο δρόμος της κατάβασης, πηγές που έβγαζαν βάλσαμο έβρισκες, το στόμα μου να βρέξω. Μα δε σταμάταγες να με φροντίζεις, φραγκόσυκα και φρούτα αδέσποτα στην μπλούζα σου έβαζες και με τρατάριζες. Πάντα με την ίδια λάμψη στα μάτια, πάντα με ένα γλυκό χαμόγελο. Σαν παιδί έκανες σαν έτρεχες μέσα σε εκείνες τις μπανανιές και ύστερα σε εκείνη τη φυτεία με τα καλαμπόκια που σε κάστρο Ιπποτικό κατέληγε. Χατίρια ποτέ δε μου χάλασες. Αυτά όριζες ως τιμή που έπρεπε να υπερασπιστείς.

Και ήταν φορές πολλές που σου ζητούσα μια στάση μικρή να κάνουμε, να απλώσουμε τα χέρια μας σε πράσινα και κίτρινα λιβάδια, τα σωθικά μας να γεμίσουμε με αρώματα της φύσης. Στο γύρισμα του κεφαλιού, χρόνο έβρισκες περίσσιο, λουλούδια κάθε λογής να μου προσφέρεις.

Σε ξωκλήσια λευκά, με γαλάζιους τρούλους, σε μακρινά νησιά, λουκούμια με γαρύφαλλο μας φίλεψαν. Και σε μοναστήρια πέτρινα, με καμπαναριά επιβλητικά, σε άγρια βουνά, με γλυκό τριαντάφυλλο μας γλυκάνανε.

Σε ίσκιο από πλατάνια ξαποστάσαμε όταν ο δρόμος μας ήταν μακρής και σε εκείνον από φοινικιές δροσίσαμε τον πόθο μας. Τα όνειρά μας όμως, ποτέ δε τα σκεπάσαμε, τα αστέρια καρτερικά περιμέναμε κάθε βράδυ να τα φωτίσουν.

Τη χορτάσαμε τη ζωή μας πότε με μέλι από έλατο και πότε από ανθούς. Με μυρωδιές τη ντύσαμε, που άλλοτε έφερνε ο Ζέφυρος και άλλοτε ο Απηλιώτης. Χορέψαμε στους χτύπους από τις στάλες της βροχής και στο τραγούδι των ηλιοκαμένων τζιτζικιών. Τη χορτάσαμε τη ζωή μας.

Για πες μου όμως τώρα που σώθηκε ο καφές.

Γιατί ξεχάσαμε να ζούμε;




Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικώς στη σελίδα "σινιάλο" στον παρακάτω σύνδεσμο:

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Ζώντας τη Ζωή που ονειρεύτηκες

Living the life you dreamed about


Δεν πειράζει που δεν έκανες αυτό που ονειρεύτηκες, φτάνει που κούμπωσες καλά στη ζωή που ράφτηκε για εσένα.

Στον πρώτο εφιάλτη που είχες δει, πείστηκες με τη βία της λογικής πως αυτό θα είναι το μονοπάτι που θέλεις να διαλέξεις αντί τους φόβους σου να αγκαλιάσεις. Δε βρήκες τότε συμπαραστάτες, ούτε το θάρρος να τους αποδεχτείς και να τους αντιμετωπίσεις. Στο τέλος σε τύλιξαν οι ίδιοι σου οι φόβοι ωσότου απαρνήθηκες αυτό που λαχταρούσες να γίνεις. Στριφογυρνάς και πετάγεσαι τα βράδια στον ύπνο σου, αδύναμη να αντιδράσεις. Τα όνειρα σου λησμόνησες και ξέχασες πως είναι να αγναντεύεις το πέλαγο της ζωής, το τώρα σταμάτησε να έχει αξία, σταμάτησε να υπάρχει, εξαϋλώθηκε όπως ο έρωτας όταν αναδεύεται με τον εγωισμό.

Περνούν τα σαββατοκύριακα σου βουβά και εσύ αναζητάς λίγες στιγμές ελευθερίας, μια βόλτα κρυφή σε μέρη που δίσταζες να πας, μια μπουκιά υπερβολικά αλατισμένου φαγητού σε ένα άδειο τραπέζι και μισό κιλό στιφό κόκκινο κρασί για να μουδιάσει η γλώσσα και το μυαλό να μεθύσει από σκέψεις απαγορευμένες, που από καιρό είχες καλά κλειδώσει σε συρτάρια μουχλιασμένα. Και όταν το μυαλό μεθύσει ξέρεις πως οι σκέψεις σου αυτές θα απλωθούν σε κάθε σπιθαμή της ξεχασμένης ύπαρξης σου και η γλώσσα θα λυθεί με τη σειρά της. Και αν για τρελή σε περάσουν που κάθεσαι μονάχη στο τραπέζι, ποτέ τους δε θα καταλάβουν πως μόνη ταξιδεύεις όχι γιατί σε απέρριψαν αλλά γιατί εσύ αποστράφηκες την αφέλεια της λογικής τους. Και από αυτά σου τα ταξίδια πιο ώριμη επέστρεψες. Δεν ήταν που έπρεπε μόνη να αποφασίζεις αλλά γιατί μονάχη με τον εαυτό σου έπρεπε να ζήσεις και να τον ορίσεις χωρίς σημεία αναφοράς, χωρίς την αλλοίωση του από τα θέλω των άλλων.

Ήταν μεσημέρι καθημερινής, σε έναν καφενέ στο Μεταξουργείο, με λίγο ούζο και δυο μεζέδες, που μου είχες πει πως, πραγματικά ελεύθερη ένιωθες, μονάχα σε εκείνη την τελευταία στροφή της Κατεχάκη με φόρα όταν έμπαινες  λίγο πριν ξεκινήσει η κατάβαση για την Αθήνα. Το πόδι σου πατούσες με δύναμη στο γκάζι μα δεν είναι η ταχύτητα που σε παρέσερνε ούτε ο αέρας μπαίνοντας με ορμή από το ανοιχτό παράθυρο που σε μεθούσε.

Σαν να βουτάς σε τσιμεντένια θάλασσα αισθανόσουν, χωρίς όμως να σε καταπίνει η βουή της πόλης και η γκρίζα απαισιοδοξία της. Τα όνειρα σου σκεφτόσουν πως αντάμωναν για λίγο την αλήθεια σου. Λες και ξεγύμνωνε ο αέρας και η τραχύτητα της ασφάλτου τους φόβους σου, έξυναν από τη σκέψη σου σου, τσουχτερά μα λυτρωτικά τους φραγμούς της λογικής που γαλουχήθηκες και καθαρή από δισταγμούς παραδινόσουν στην πόλη για να ζεις μια ζωή από την αρχή, νέα, ολάκερη. Γέννηση και θάνατος σε κάθε ένα από τα στενά της που φευγαλέα χαρτογραφούσες σαν σε έπαιρνε η κατηφόρα. Και στην ευθεία μετά τη στροφή αυτή, τις πικροδάφνες που ταπεινά υποκλίνονται στη δεξιά μεριά του δρόμου, αντίκρυ στα κυπαρίσσια που χωρίζουν τα δύο ρεύματα, με χαμόγελο προσπερνούσες. Η ζωή σου όλη θαρρούσες, τούτης της ευθείας το διήγημα πως ήταν. Πίκρες και υποκλίσεις σε έναν καθημερινό θάνατο που τον αντικρίζεις όταν πια είναι πολύ αργά για να πατήσεις φρένο.

Στο πρώτο κόκκινο φανάρι που εντέλει συναντούσες, εκεί που η κατηφόρα πια είχε τελειώσει, τελειώνανε μαζί και όλες σου οι σκέψεις εκτός από μια. Αναμετρήθηκες με όλες τις λογικές εκείνες που σε ωθούσαν τόσα χρόνια παράλογα να καταλαγιάζεις αυτά που ένιωθες αλλά συνάμα είχες φτιάξει και μια ακόμα πιο σκληρή. Στον έρωτα, είχες πάρει απόφαση, πως πλέον δε θα πιστεύεις, πως είχε πεθάνει σε εκείνο το τελευταίο ραντεβού που είχες δώσει χωρίς μολύβι και χαρτί, με μια υπόσχεση μονάχα, μια ώρα και ένα μέρος. Μικρούς θανάτους είχες εξ’ άλλου ονομάσει και όσους έρωτες πίστευες πως είχες ζήσει.

Μα ήταν σε αυτό το τελευταίο σου ταξίδι, πάλι μόνη, που ήρθε η συνειδητοποίηση. Με τους φόβους σου για παρέα βρέθηκες να περπατάς για ακόμα μια φορά σε ξένα μονοπάτια. Δεν σε εντυπωσίασαν όμως ούτε οι μυρωδιές και οι άγνωστες γεύσεις, ούτε τοπία αλλούτερα παρά μονάχα η οικεία θέα ενός εφήβου με ένα τριαντάφυλλο στο χέρι και την ελπίδα στα μάτια. Εκείνη την οικουμενική ελπίδα και την άνευ όρων παράδοση σε αυτό που η λογική δε μπορεί να καλουπώσει.

Το τώρα έμαθες ξανά να ζεις και σταματημένη σε εκείνο το κόκκινο φανάρι στο τέλος της κατηφόρας, πλέον συλλογιέσαι πως δεν πειράζει που δεν έκανες αυτό που ονειρεύτηκες, φτάνει που κούμπωσες καλά στη ζωή που ράφτηκε για εσένα… μέχρι χθες.



Δημοφιλή

Μια σκέψη έντονη...

Συγνώμη και Ευχαριστώ!

Νομοτελειακά όσο μεγαλώνεις δυσκολεύεσαι να αλλάξεις νοοτροπία στο πως αντιμετωπίζεις μικρές και μεγάλες καταστάσεις στη ζωή. ...