A Stranger's Thoughts : θάνατος
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θάνατος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θάνατος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Νοσταλγία


Πόσους Θανάτους άραγε ζούμε

Και πόσες Ζωές θανατώνουμε

Γυρεύοντας μιαν αγάπη να νοσταλγήσουμε

Έστω μικρή


Αυτή που ανταμώσαμε 

Με θάνατο στο ζύγι ίση βγαίνει

Αυτή που λαχταρίσαμε 

Χαμόγελο, ένα, γέννησε πικρό


Και αν η ζωή είναι τρανή 

Ο έρως την έκανε χτικιό

Σαν να’ ναι γλέντι παντοτινό 

Μη γιορτινό 


Μισή αγάπη μου είπες ζούμε 

Όχι από πάθος μισερό 

Είναι που η σκέψη, τον έρωτα κάνει ζοφερό 

Κατάρα· ο έρως είναι τελικά, που πάντα νοσταλγούμε 



Photo: Thanasis Xenos

Αρχική δημοσίευση: https://cignialo.gr/nostalgia/




Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Πες μου κάτι αισιόδοξο


Πες μου κάτι αισιόδοξο - Pes mou kati aisiodoxo


- Πες μου κάτι αισιόδοξο.
- Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα πεθάνουμε.
- Και που είναι η αισιοδοξία σε αυτό;
- Τι εννοείς;
- Που βρίσκεις το αισιόδοξο στον θάνατο;
- Στον θάνατο δε ξέρω αλλά όταν είμαι σίγουρος για κάτι, είμαι πιο αισιόδοξος.

Το τέλος και η αρχή είναι με απόλυτη βεβαιότητα, τα μόνα που ξέρουμε για τη ζωή μας. Για τα υπόλοιπα απλώς αγωνιζόμαστε να εξασφαλίσουμε τη μεγαλύτερη δυνατή σιγουριά στο αποτέλεσμα. Είτε αυτά είναι λάθος είτε σωστά, όταν γνωρίζουμε την πιθανότερη κατάληξη τους, το αύριο είναι πάντα αρκετά πιο καθαρό, ασχέτως αν από τα λάθη μας πληγώνουμε ή πληγωνόμαστε. 
Αν μπορέσουμε να αφαιρέσουμε για λίγο τα συναισθήματα που μας δημιουργούνται από τις άσχημες καταστάσεις, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι για αυτά που ξέρουμε ότι θα έρθουν, ίσως είναι πιο εύκολο να τα ξεπεράσουμε. 
Φυσικά, το ίσως, πάντα θα υπάρχει στην εξίσωση, καθώς ο άνθρωπος απρόβλεπτα πορεύεται στον κόσμο τούτο.

Εύκολο δεν είναι σίγουρα, ούτε το να συμφιλιωθείς με το θάνατο ούτε κάθε πρωί να είσαι αισιόδοξος. Από την άλλη, αισιόδοξος ή μη, ο καθένας μας καθημερινά  βιώνει και αναπλάθει τις μορφές του θανάτου διαφορετικά σε σχέση με το περιβάλλον του. 
Το θέμα τελικά όμως, δεν είναι πόσο αισιόδοξα αντιμετωπίζουμε το θάνατο.  Το θέμα είναι πως αποφασίζουμε να ζούμε μέχρι τότε. 
Η οπτική του καθενός προφανώς και πάλι είναι διαφορετική σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας. Από τις πιο μικρές στιγμές μας ανάμεσα σε δυο αναπνοές μέχρι εκείνες στις ατελείωτες ώρες αναμονής στην ουρά της εφορίας οι άνθρωποι ζούμε διαφορετικά. Διαφέρουμε και στα πιο ασήμαντα, όπως η τοποθέτηση ενός συρραπτικού, μέχρι στα πιο σημαντικά, όπως στο αν θέλουμε οι ίδιοι να είμαστε άλλη μια κόλα χαρτί από το σορό ή ακόμα ακόμα, αν θέλουμε να «συρραφθούμε» με κάποιον άλλον.

Έτσι είναι και η μοναξιά.

Ο καθένας μας αλλιώς τη βιώνει και την αντιμετωπίζει. Για εσένα μπορεί να είναι μια μορφή θανάτου. 
Για κάποιον άλλον είναι απλώς η άρνηση να «τρυπήσει» ένα κομμάτι της ζωής του για να μπορέσει να επισυναφθεί και να προσαρτηθεί στο κομμάτι της ζωής κάποιου τρίτου. 
Ας πούμε ότι από τη δική τους οπτική γωνιά, η λύση της μοναξιάς τους είναι να δημιουργήσουν ένα ζωντανό Οριγκάμι παρά απλώς να καρφιτσωθούν μαζί με κάποιον.  

- Ακόμα δεν καταλαβαίνω.
- Πώς να στο πω; Σκέψου εκείνες τις καραμέλες γάλακτος που αφήνω στο γραφείο σου τα πρωινά.
- Ναι;
- Εσύ τις ξετυλίγεις σιγά σιγά και της μασουλάς για ώρα ενώ εγώ τις ανοίγω με
ορμή και τις τρώω σχεδόν αμάσητες. Στο τέλος και οι δύο τις απολαύσαμε με τον τρόπος μας.
- Όντως.
- Κάπως έτσι για εμένα είναι ζωή. Με τα όμορφα και τα άσχημα της, κάποια στιγμή θα τελειώσει. Μέχρι τότε θα ήθελα όσο μπορώ να την απολαύσω με τον τρόπο μου.





Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικώς στη σελίδα "σινιάλο" στον παρακάτω σύνδεσμο: https://cignialo.gr/pes-mou-kati-aisiodokso/

Photo credits: Θανάσης Ξένος - Thanasis Xenos 




Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Ζώντας τη Ζωή που ονειρεύτηκες

Living the life you dreamed about


Δεν πειράζει που δεν έκανες αυτό που ονειρεύτηκες, φτάνει που κούμπωσες καλά στη ζωή που ράφτηκε για εσένα.

Στον πρώτο εφιάλτη που είχες δει, πείστηκες με τη βία της λογικής πως αυτό θα είναι το μονοπάτι που θέλεις να διαλέξεις αντί τους φόβους σου να αγκαλιάσεις. Δε βρήκες τότε συμπαραστάτες, ούτε το θάρρος να τους αποδεχτείς και να τους αντιμετωπίσεις. Στο τέλος σε τύλιξαν οι ίδιοι σου οι φόβοι ωσότου απαρνήθηκες αυτό που λαχταρούσες να γίνεις. Στριφογυρνάς και πετάγεσαι τα βράδια στον ύπνο σου, αδύναμη να αντιδράσεις. Τα όνειρα σου λησμόνησες και ξέχασες πως είναι να αγναντεύεις το πέλαγο της ζωής, το τώρα σταμάτησε να έχει αξία, σταμάτησε να υπάρχει, εξαϋλώθηκε όπως ο έρωτας όταν αναδεύεται με τον εγωισμό.

Περνούν τα σαββατοκύριακα σου βουβά και εσύ αναζητάς λίγες στιγμές ελευθερίας, μια βόλτα κρυφή σε μέρη που δίσταζες να πας, μια μπουκιά υπερβολικά αλατισμένου φαγητού σε ένα άδειο τραπέζι και μισό κιλό στιφό κόκκινο κρασί για να μουδιάσει η γλώσσα και το μυαλό να μεθύσει από σκέψεις απαγορευμένες, που από καιρό είχες καλά κλειδώσει σε συρτάρια μουχλιασμένα. Και όταν το μυαλό μεθύσει ξέρεις πως οι σκέψεις σου αυτές θα απλωθούν σε κάθε σπιθαμή της ξεχασμένης ύπαρξης σου και η γλώσσα θα λυθεί με τη σειρά της. Και αν για τρελή σε περάσουν που κάθεσαι μονάχη στο τραπέζι, ποτέ τους δε θα καταλάβουν πως μόνη ταξιδεύεις όχι γιατί σε απέρριψαν αλλά γιατί εσύ αποστράφηκες την αφέλεια της λογικής τους. Και από αυτά σου τα ταξίδια πιο ώριμη επέστρεψες. Δεν ήταν που έπρεπε μόνη να αποφασίζεις αλλά γιατί μονάχη με τον εαυτό σου έπρεπε να ζήσεις και να τον ορίσεις χωρίς σημεία αναφοράς, χωρίς την αλλοίωση του από τα θέλω των άλλων.

Ήταν μεσημέρι καθημερινής, σε έναν καφενέ στο Μεταξουργείο, με λίγο ούζο και δυο μεζέδες, που μου είχες πει πως, πραγματικά ελεύθερη ένιωθες, μονάχα σε εκείνη την τελευταία στροφή της Κατεχάκη με φόρα όταν έμπαινες  λίγο πριν ξεκινήσει η κατάβαση για την Αθήνα. Το πόδι σου πατούσες με δύναμη στο γκάζι μα δεν είναι η ταχύτητα που σε παρέσερνε ούτε ο αέρας μπαίνοντας με ορμή από το ανοιχτό παράθυρο που σε μεθούσε.

Σαν να βουτάς σε τσιμεντένια θάλασσα αισθανόσουν, χωρίς όμως να σε καταπίνει η βουή της πόλης και η γκρίζα απαισιοδοξία της. Τα όνειρα σου σκεφτόσουν πως αντάμωναν για λίγο την αλήθεια σου. Λες και ξεγύμνωνε ο αέρας και η τραχύτητα της ασφάλτου τους φόβους σου, έξυναν από τη σκέψη σου σου, τσουχτερά μα λυτρωτικά τους φραγμούς της λογικής που γαλουχήθηκες και καθαρή από δισταγμούς παραδινόσουν στην πόλη για να ζεις μια ζωή από την αρχή, νέα, ολάκερη. Γέννηση και θάνατος σε κάθε ένα από τα στενά της που φευγαλέα χαρτογραφούσες σαν σε έπαιρνε η κατηφόρα. Και στην ευθεία μετά τη στροφή αυτή, τις πικροδάφνες που ταπεινά υποκλίνονται στη δεξιά μεριά του δρόμου, αντίκρυ στα κυπαρίσσια που χωρίζουν τα δύο ρεύματα, με χαμόγελο προσπερνούσες. Η ζωή σου όλη θαρρούσες, τούτης της ευθείας το διήγημα πως ήταν. Πίκρες και υποκλίσεις σε έναν καθημερινό θάνατο που τον αντικρίζεις όταν πια είναι πολύ αργά για να πατήσεις φρένο.

Στο πρώτο κόκκινο φανάρι που εντέλει συναντούσες, εκεί που η κατηφόρα πια είχε τελειώσει, τελειώνανε μαζί και όλες σου οι σκέψεις εκτός από μια. Αναμετρήθηκες με όλες τις λογικές εκείνες που σε ωθούσαν τόσα χρόνια παράλογα να καταλαγιάζεις αυτά που ένιωθες αλλά συνάμα είχες φτιάξει και μια ακόμα πιο σκληρή. Στον έρωτα, είχες πάρει απόφαση, πως πλέον δε θα πιστεύεις, πως είχε πεθάνει σε εκείνο το τελευταίο ραντεβού που είχες δώσει χωρίς μολύβι και χαρτί, με μια υπόσχεση μονάχα, μια ώρα και ένα μέρος. Μικρούς θανάτους είχες εξ’ άλλου ονομάσει και όσους έρωτες πίστευες πως είχες ζήσει.

Μα ήταν σε αυτό το τελευταίο σου ταξίδι, πάλι μόνη, που ήρθε η συνειδητοποίηση. Με τους φόβους σου για παρέα βρέθηκες να περπατάς για ακόμα μια φορά σε ξένα μονοπάτια. Δεν σε εντυπωσίασαν όμως ούτε οι μυρωδιές και οι άγνωστες γεύσεις, ούτε τοπία αλλούτερα παρά μονάχα η οικεία θέα ενός εφήβου με ένα τριαντάφυλλο στο χέρι και την ελπίδα στα μάτια. Εκείνη την οικουμενική ελπίδα και την άνευ όρων παράδοση σε αυτό που η λογική δε μπορεί να καλουπώσει.

Το τώρα έμαθες ξανά να ζεις και σταματημένη σε εκείνο το κόκκινο φανάρι στο τέλος της κατηφόρας, πλέον συλλογιέσαι πως δεν πειράζει που δεν έκανες αυτό που ονειρεύτηκες, φτάνει που κούμπωσες καλά στη ζωή που ράφτηκε για εσένα… μέχρι χθες.



Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Ένα καλοκαίρι με τον Καμύ - Μέρος 1ο


A summer along with Camus


"Έκλεισα τα παράθυρα και, γυρίζοντας στο δωμάτιο, είδα στον καθρέφτη μια άκρη του τραπεζιού όπου η λάμπα οινοπνεύματος γειτόνευε με κομμάτια ψωμιού. Σκέφτηκα πως άλλη μια Κυριακή πέρασε, πως τώρα η μαμά ήταν στον τάφο της, πως θα ξανάρχιζα τη δουλειά μου και πως τελικά δεν είχε αλλάξει τίποτα."

Αλμπέρ Καμύ - Ο Ξένος

Τα συναισθήματα που γεννά ο θάνατος, κάποια στιγμή, τα βιώνουμε όλοι μας. Αν δεν είναι κάποιος φυσικός θάνατος η αιτία, μπορεί να είναι μιαν απώλεια διαφορετική, ίσως και καθημερινή. Λόγου χάρη, μπορεί να είναι μια κακή μέρα στη δουλειά, μιαν άδικη συμπεριφορά στο λεωφορείο, ένας τσακωμός ή ένα χωρισμός.  Έτσι, αυτό που χάνουμε, έστω και προσωρινά, μπορεί να είναι η διάθεση μας, το αίσθημα δικαίου, την εκτίμησή μας για ένα άλλο πρόσωπο ή το ίδιο το πρόσωπο.

Οφείλουμε να επισημάνουμε πως, η απώλεια του καθενός και πως την αντιμετωπίζει είναι κάτι πολύ προσωπικό. Είναι άδικο να τσουβαλιάζουμε όλους τους "θανάτους" που ζούμε και να βάζουμε στο ζύγι το πότε κλάψαμε περισσότερο και γιατί. Στην τελική άλλος στο θάνατο γελά και άλλος κλαίει.

Από την άλλη, για τον καθένα μας έχει υπάρξει η στιγμή, που για κάποιο λόγο, έκλεισε τα πατζούρια και έμεινε συντροφιά με τη θλίψη του. Και πίσω από τα κλειστά παράθυρα, μια εικόνα θεατρική, μέσω της οποίας, όλοι μας ασυνείδητα ταυτιζόμαστε με τον ήρωα του Ξένου. Ένας καθρέφτης που αρνούμαστε πεισματικά να κοιτάξουμε, φοβούμενοι μήπως φτάσουμε βαθιά μέσα μας και αντικρίσουμε κάτι αποκρουστικό ή μιαν ενοχή πνικτική, για αυτά που δεν νιώθουμε. Ένα τραπέζι Κυριακάτικο, σύμβολο οικογενειακής γαλήνης, θλιβερό και αυτό όταν μένει αδειανό. Ψίχουλα μονάχα το στολίζουν ή λίγη ζάχαρη ή λίγος καφές , ψήγματα αναμνήσεων. Και μια λάμπα ή ένα κερί με φως τρεμάμενο που ταλαντεύεται στο παραμικρό αεράκι, όπως ταλαντεύονται οι σκέψεις μας στο παραμικρό συναίσθημα.  

Η ιστορία του Ξένου δεν έχει να κάνει με το θάνατο και την απώλεια. Όπως ο ίδιος ο Καμύ εξηγεί, "Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που δέχεται να πεθαίνει για την αλήθεια". Ένας αντιήρωας που μέχρι την τελευταία του στιγμή, ζει απαλλαγμένος από τα συναισθηματικά δεσμά του.

Αναζητώντας την δικής μας καθημερινή αλήθεια, είναι όντως τόσο εύκολο, απλώς να ξυπνήσουμε την επόμενη μιας απώλειας και να συνεχίσουμε να ζούμε όπως και πριν; Ή μήπως είναι το ιερό καθήκον μας προς τη ζωή και το συνάνθρωπό μας, να βρίσουμε τη δύναμη να προχωράμε; Ή μήπως, σε μια καθημερινότητα που δεν άλλαζε, ήμασταν τελικά οι ίδιοι νεκροί; Είχαμε απολέσει δηλαδή το δικαίωμα να ζούμε, βυθισμένοι στην επανάληψη και την ρουτίνα, άρα η ζωή και μετά την απώλεια, συνεχίζει όντως, να μην αλλάζει.

Πάντα θα υπάρχει λοιπόν ένα κίνητρο ή μια συνθήκη, που θα μας ωθεί ή θα μας αναγκάζει, να σηκωθούμε από το κρεβάτι, να πλυθούμε, να βάλουμε ρούχα καθαρά και να βγούμε έξω. Ακόμα όμως και αν καταφέρουμε να απαλλαγούμε από οποιαδήποτε συναισθηματικό βαρίδι, η απώλεια, το σίγουρο είναι πως, δε ξεχνιέται.

Μπορεί να την αντιμετωπίζουμε όσο ψυχρά θέλουμε αλλά σα γεγονός δε σβήνεται. Στις πιο απρόβλεπτες στιγμές, σε κάποια νέα εμπειρία ή σε κάποιο αντικείμενο από το παρελθόν θα έρχεται στο νου.

Και αφού θα είναι πάντα εκεί, ίσως θα έπρεπε, είτε από σεβασμό για αυτόν που έφυγε και για ό,τι ζήσαμε μαζί, είτε από την εμπειρία και τη σοφία που αποκτήσαμε από αυτά που χάσαμε, ίσως θα έπρεπε λοιπόν, όσο δύσκολο και αν είναι, να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε εμείς. Ίσως τότε τελικά, κάτι άλλαζε και στη ζωή μας.    

Δημοφιλή

Μια σκέψη έντονη...

Συγνώμη και Ευχαριστώ!

Νομοτελειακά όσο μεγαλώνεις δυσκολεύεσαι να αλλάξεις νοοτροπία στο πως αντιμετωπίζεις μικρές και μεγάλες καταστάσεις στη ζωή. ...