A Stranger's Thoughts : αγάπη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αγάπη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αγάπη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Νοσταλγία


Πόσους Θανάτους άραγε ζούμε

Και πόσες Ζωές θανατώνουμε

Γυρεύοντας μιαν αγάπη να νοσταλγήσουμε

Έστω μικρή


Αυτή που ανταμώσαμε 

Με θάνατο στο ζύγι ίση βγαίνει

Αυτή που λαχταρίσαμε 

Χαμόγελο, ένα, γέννησε πικρό


Και αν η ζωή είναι τρανή 

Ο έρως την έκανε χτικιό

Σαν να’ ναι γλέντι παντοτινό 

Μη γιορτινό 


Μισή αγάπη μου είπες ζούμε 

Όχι από πάθος μισερό 

Είναι που η σκέψη, τον έρωτα κάνει ζοφερό 

Κατάρα· ο έρως είναι τελικά, που πάντα νοσταλγούμε 



Photo: Thanasis Xenos

Αρχική δημοσίευση: https://cignialo.gr/nostalgia/




Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Γιατί ξεχάσαμε να ζούμε;


Γιατί ξεχάσαμε να ζούμε


Κάθε γουλιά από τον πρωινό καφέ, μια διαδρομή μας φέρνει στο νου, από εκείνες που κάναμε παλιά. Σπιθαμή προς σπιθαμή τον τόπο ετούτο γυρίσαμε. Σε κάθε εκδρομή, τοπία αντικρίζαμε που έκλεβαν τη λαλιά μας. Ένα ταξίδι ήταν η ζωή μας, μόνιμο· όμορφο.

Θάλασσες μακρινές ανακαλύπταμε και την αλμύρα τους δρέπαμε ταΐζοντας τα κορμιά μας. Δεν σταματούσες θυμάμαι να ζητάς φιλιά από αλάτι γεμάτα. Και σαν ο ήλιος έπεφτε στους γυάλινους κόκκους της άμμου που έμεναν στα μαλλιά μας, όψη αιώνια μας χάριζε, αγάλματα σμιλεμένα από αγάπη.

Και όταν οι ακτίνες του αντάμωναν ανέμους απαλούς, ζωγράφιζαν με ασημένια και γαλάζια χρώματα τους ατέλειωτους ελαιώνες που συναντούσαμε. Τα φύλλα και οι καρποί, κύμα σχημάτιζαν στεριανό και με το δάχτυλο το πέραν έψαχνες να δείξεις.

Ερχόταν και η σειρά μου να σου δείξω, κορυφές απάτητες, θυμάρι ποτισμένες.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, κόκκινο χώμα και πέτρες πίσω αφήναμε και πάντα σε ρωτούσα,
«Τρελέ που με πηγαίνεις; Ο κόσμος θα πει πως σάλεψες!»
Και όταν τον ουρανό σχεδόν αγγίζαμε, το χέρι μου κρατούσες.
Τη θέα πρόσταζες να δω και τότε αποκρινόσουν,
«Από εδώ επάνω, ο κόσμος όλος είναι δικό σου».

Σαν πύρωνε ο δρόμος της κατάβασης, πηγές που έβγαζαν βάλσαμο έβρισκες, το στόμα μου να βρέξω. Μα δε σταμάταγες να με φροντίζεις, φραγκόσυκα και φρούτα αδέσποτα στην μπλούζα σου έβαζες και με τρατάριζες. Πάντα με την ίδια λάμψη στα μάτια, πάντα με ένα γλυκό χαμόγελο. Σαν παιδί έκανες σαν έτρεχες μέσα σε εκείνες τις μπανανιές και ύστερα σε εκείνη τη φυτεία με τα καλαμπόκια που σε κάστρο Ιπποτικό κατέληγε. Χατίρια ποτέ δε μου χάλασες. Αυτά όριζες ως τιμή που έπρεπε να υπερασπιστείς.

Και ήταν φορές πολλές που σου ζητούσα μια στάση μικρή να κάνουμε, να απλώσουμε τα χέρια μας σε πράσινα και κίτρινα λιβάδια, τα σωθικά μας να γεμίσουμε με αρώματα της φύσης. Στο γύρισμα του κεφαλιού, χρόνο έβρισκες περίσσιο, λουλούδια κάθε λογής να μου προσφέρεις.

Σε ξωκλήσια λευκά, με γαλάζιους τρούλους, σε μακρινά νησιά, λουκούμια με γαρύφαλλο μας φίλεψαν. Και σε μοναστήρια πέτρινα, με καμπαναριά επιβλητικά, σε άγρια βουνά, με γλυκό τριαντάφυλλο μας γλυκάνανε.

Σε ίσκιο από πλατάνια ξαποστάσαμε όταν ο δρόμος μας ήταν μακρής και σε εκείνον από φοινικιές δροσίσαμε τον πόθο μας. Τα όνειρά μας όμως, ποτέ δε τα σκεπάσαμε, τα αστέρια καρτερικά περιμέναμε κάθε βράδυ να τα φωτίσουν.

Τη χορτάσαμε τη ζωή μας πότε με μέλι από έλατο και πότε από ανθούς. Με μυρωδιές τη ντύσαμε, που άλλοτε έφερνε ο Ζέφυρος και άλλοτε ο Απηλιώτης. Χορέψαμε στους χτύπους από τις στάλες της βροχής και στο τραγούδι των ηλιοκαμένων τζιτζικιών. Τη χορτάσαμε τη ζωή μας.

Για πες μου όμως τώρα που σώθηκε ο καφές.

Γιατί ξεχάσαμε να ζούμε;




Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικώς στη σελίδα "σινιάλο" στον παρακάτω σύνδεσμο:

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Ζώντας τη Ζωή που ονειρεύτηκες

Living the life you dreamed about


Δεν πειράζει που δεν έκανες αυτό που ονειρεύτηκες, φτάνει που κούμπωσες καλά στη ζωή που ράφτηκε για εσένα.

Στον πρώτο εφιάλτη που είχες δει, πείστηκες με τη βία της λογικής πως αυτό θα είναι το μονοπάτι που θέλεις να διαλέξεις αντί τους φόβους σου να αγκαλιάσεις. Δε βρήκες τότε συμπαραστάτες, ούτε το θάρρος να τους αποδεχτείς και να τους αντιμετωπίσεις. Στο τέλος σε τύλιξαν οι ίδιοι σου οι φόβοι ωσότου απαρνήθηκες αυτό που λαχταρούσες να γίνεις. Στριφογυρνάς και πετάγεσαι τα βράδια στον ύπνο σου, αδύναμη να αντιδράσεις. Τα όνειρα σου λησμόνησες και ξέχασες πως είναι να αγναντεύεις το πέλαγο της ζωής, το τώρα σταμάτησε να έχει αξία, σταμάτησε να υπάρχει, εξαϋλώθηκε όπως ο έρωτας όταν αναδεύεται με τον εγωισμό.

Περνούν τα σαββατοκύριακα σου βουβά και εσύ αναζητάς λίγες στιγμές ελευθερίας, μια βόλτα κρυφή σε μέρη που δίσταζες να πας, μια μπουκιά υπερβολικά αλατισμένου φαγητού σε ένα άδειο τραπέζι και μισό κιλό στιφό κόκκινο κρασί για να μουδιάσει η γλώσσα και το μυαλό να μεθύσει από σκέψεις απαγορευμένες, που από καιρό είχες καλά κλειδώσει σε συρτάρια μουχλιασμένα. Και όταν το μυαλό μεθύσει ξέρεις πως οι σκέψεις σου αυτές θα απλωθούν σε κάθε σπιθαμή της ξεχασμένης ύπαρξης σου και η γλώσσα θα λυθεί με τη σειρά της. Και αν για τρελή σε περάσουν που κάθεσαι μονάχη στο τραπέζι, ποτέ τους δε θα καταλάβουν πως μόνη ταξιδεύεις όχι γιατί σε απέρριψαν αλλά γιατί εσύ αποστράφηκες την αφέλεια της λογικής τους. Και από αυτά σου τα ταξίδια πιο ώριμη επέστρεψες. Δεν ήταν που έπρεπε μόνη να αποφασίζεις αλλά γιατί μονάχη με τον εαυτό σου έπρεπε να ζήσεις και να τον ορίσεις χωρίς σημεία αναφοράς, χωρίς την αλλοίωση του από τα θέλω των άλλων.

Ήταν μεσημέρι καθημερινής, σε έναν καφενέ στο Μεταξουργείο, με λίγο ούζο και δυο μεζέδες, που μου είχες πει πως, πραγματικά ελεύθερη ένιωθες, μονάχα σε εκείνη την τελευταία στροφή της Κατεχάκη με φόρα όταν έμπαινες  λίγο πριν ξεκινήσει η κατάβαση για την Αθήνα. Το πόδι σου πατούσες με δύναμη στο γκάζι μα δεν είναι η ταχύτητα που σε παρέσερνε ούτε ο αέρας μπαίνοντας με ορμή από το ανοιχτό παράθυρο που σε μεθούσε.

Σαν να βουτάς σε τσιμεντένια θάλασσα αισθανόσουν, χωρίς όμως να σε καταπίνει η βουή της πόλης και η γκρίζα απαισιοδοξία της. Τα όνειρα σου σκεφτόσουν πως αντάμωναν για λίγο την αλήθεια σου. Λες και ξεγύμνωνε ο αέρας και η τραχύτητα της ασφάλτου τους φόβους σου, έξυναν από τη σκέψη σου σου, τσουχτερά μα λυτρωτικά τους φραγμούς της λογικής που γαλουχήθηκες και καθαρή από δισταγμούς παραδινόσουν στην πόλη για να ζεις μια ζωή από την αρχή, νέα, ολάκερη. Γέννηση και θάνατος σε κάθε ένα από τα στενά της που φευγαλέα χαρτογραφούσες σαν σε έπαιρνε η κατηφόρα. Και στην ευθεία μετά τη στροφή αυτή, τις πικροδάφνες που ταπεινά υποκλίνονται στη δεξιά μεριά του δρόμου, αντίκρυ στα κυπαρίσσια που χωρίζουν τα δύο ρεύματα, με χαμόγελο προσπερνούσες. Η ζωή σου όλη θαρρούσες, τούτης της ευθείας το διήγημα πως ήταν. Πίκρες και υποκλίσεις σε έναν καθημερινό θάνατο που τον αντικρίζεις όταν πια είναι πολύ αργά για να πατήσεις φρένο.

Στο πρώτο κόκκινο φανάρι που εντέλει συναντούσες, εκεί που η κατηφόρα πια είχε τελειώσει, τελειώνανε μαζί και όλες σου οι σκέψεις εκτός από μια. Αναμετρήθηκες με όλες τις λογικές εκείνες που σε ωθούσαν τόσα χρόνια παράλογα να καταλαγιάζεις αυτά που ένιωθες αλλά συνάμα είχες φτιάξει και μια ακόμα πιο σκληρή. Στον έρωτα, είχες πάρει απόφαση, πως πλέον δε θα πιστεύεις, πως είχε πεθάνει σε εκείνο το τελευταίο ραντεβού που είχες δώσει χωρίς μολύβι και χαρτί, με μια υπόσχεση μονάχα, μια ώρα και ένα μέρος. Μικρούς θανάτους είχες εξ’ άλλου ονομάσει και όσους έρωτες πίστευες πως είχες ζήσει.

Μα ήταν σε αυτό το τελευταίο σου ταξίδι, πάλι μόνη, που ήρθε η συνειδητοποίηση. Με τους φόβους σου για παρέα βρέθηκες να περπατάς για ακόμα μια φορά σε ξένα μονοπάτια. Δεν σε εντυπωσίασαν όμως ούτε οι μυρωδιές και οι άγνωστες γεύσεις, ούτε τοπία αλλούτερα παρά μονάχα η οικεία θέα ενός εφήβου με ένα τριαντάφυλλο στο χέρι και την ελπίδα στα μάτια. Εκείνη την οικουμενική ελπίδα και την άνευ όρων παράδοση σε αυτό που η λογική δε μπορεί να καλουπώσει.

Το τώρα έμαθες ξανά να ζεις και σταματημένη σε εκείνο το κόκκινο φανάρι στο τέλος της κατηφόρας, πλέον συλλογιέσαι πως δεν πειράζει που δεν έκανες αυτό που ονειρεύτηκες, φτάνει που κούμπωσες καλά στη ζωή που ράφτηκε για εσένα… μέχρι χθες.



Τρίτη 7 Αυγούστου 2018

Για τις παλιές αγάπες να μιλάς.


For loves passed do talk


Το παραδέχομαι πως τα εφηβικά μου χρόνια πέρασαν λιώνοντας σε επανάληψη κασέτες με κομμάτια των Πυξ-Λαξ, τραγουδώντας για ανεκπλήρωτους έρωτες και εξυμνώντας αγάπες δυνατές.

Πέρασαν τα χρόνια, πέρασαν και μερικές «τελευταίες» επανενώσεις της αγαπημένης μας μπάντας και όπως με πολλά άλλα πράγματα στη ζωή, έρχεται η στιγμή που επαναπροσδιορίζεις και τα ακούσματά σου. Εάν όμως τύχει μετά από καιρό, να ακούσεις στο ράδιο κάποιο από εκείνα τα τραγούδια, με νοσταλγική διάθεση θα το σιγοτραγουδήσεις. Σαν τελειώσει το κομμάτι, καταλαβαίνεις ότι πλέον, είναι μάλλον δύσκολο να ταυτιστείς με αυτό που λένε οι στίχοι του. Κάπως έτσι έπιασα τον εαυτό μου προχθές να μουρμουρίζει «Για τις παλιές αγάπες μη μιλάς, στα πιο μεγάλα θέλω κάνουν πίσω…».

Παλιές αγάπες, χωρισμοί, μικροί συναισθηματικοί θάνατοι.

Όταν χωρίζουμε, διάφορα αντικείμενα μένουν παρακαταθήκη, να μας θυμίζουν τις στιγμές που μοιραστήκαμε με ανθρώπους που ζήσαμε μαζί. Κάρτες, δώρα, μπλούζες, ένα σορό υλικά ερεθίσματα να μας γυρίζουν πίσω.

Προσωπικά η δικιά μου ζωή έχει γεμίσει από οδοντόβουρτσες παρατημένες και άδεια τάπερ. Και εντάξει, τις οδοντόβουρτσες τις πέταξα αλλά τα τάπερ πάντα κάπου χρησιμεύουν.

Βάζοντας ότι απέμεινε σε κούτες, με απελπισία ψάχνουμε πολλές φορές να βρούμε το γιατί, βλακωδώς αναζητούμε τι έφταιξε και τι πήγε στραβά. Τις απαντήσεις συνήθως τις βρίσκουμε όταν τελικά σταματήσουμε να βλέπουμε μόνο τα θέλω μας και επιτέλους σκουπίσουμε την εγωιστική μύξα που κρέμεται από τη μύτη όταν τα κλάματα βάζουμε.

Στιγμές άσχημες, λάθη, τσακωμοί και γκρίνιες, όλα στο πρόγραμμα είναι όταν δυο άνθρωποι μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι. Δεν είναι όμως αυτές οι αιτίες για έναν χωρισμό ή τουλάχιστον δεν είναι τόσο σημαντικές αν δυο άνθρωποι αγαπιούνται.

Τα δικά μας μεγάλα θέλω δεν είναι υποχρεωτικό να ταυτίζονται με τα θέλω του άλλου. Αρκετά απλό σα σκέψη και σίγουρα ανακουφιστικό αν αποδεχτούμε ότι κάποια πράγματα απλώς δεν τσουλάνε, απλώς δε βγαίνουν. Δεν είναι ότι έπαψε η αγάπη να μυρίζει, είναι που κάποιος προτιμά να διαλέξει άλλο μονοπάτι γιατί αυτό θέλει, ξεκάθαρο και τίμιο.

Φαντάζει δε, πολύ πιο εγωιστικό να μη μιλάμε για τις παλιές αγάπες. Να «προστατεύσουμε» τον εαυτό μας από τι; Να μην πληγωνόμαστε από ανθρώπους που αγαπήσαμε και ούτως ή άλλως δε βρίσκονται στην καθημερινότητά μας; Μικρό και χαζό, τουλάχιστον.

Σίγουρα πληγωνόμαστε καμία φορά, όταν τα όνειρα που κάναμε μαζί τους, καταλήγουν να έχουν άλλον πρωταγωνιστή αλλά έτσι είναι η ζωή, αλλιώς τα φανταζόμαστε και αλλιώς τα φέρνει. Πόσο όμως πραγματικά αγαπήσαμε τις παλιές μας αγάπες όταν τη δική τους χαρά δεν τη νοιώθουμε πια και δική μας;

Οι λέξεις αυτές δεν αποτελούν τοτέμ αλτρουισμού ή ανωτερότητας. Είναι μονάχα η αποδοχή, πως για τους ανθρώπους που νοιάστηκες πραγματικά, είναι υγιές να σκέφτεσαι που και που, τι κάνουν και πως είναι. Να τους θυμάσαι ακούγοντας ένα τραγούδι και να εύχεσαι να είναι χαρούμενοι και ευτυχισμένοι, όποιο δρόμο και εάν επέλεξαν στη δική τους ζωή.

Και αν είναι να έρθουν και άλλες αγάπες, δεν πειράζει να μην είναι δυνατές και έντονες, μικρές ή μεγάλες, ας είναι απλώς ειλικρινείς. Πάντα για εκείνες να μιλώ αν κάποτε τελειώσουν και να έχω μια αγκαλιά σφιχτή, σωσμένη, για να δώσω.

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

Υπάρχουν κάποιες στιγμές...

There is moments

Υπάρχουν κάποιες στιγμές που ξέρεις ότι έχεις κολλήσει στο παρελθόν και είναι και εκείνες που συνειδητά προχωράς στη ζωή σου. Όλοι λίγο πολύ έχουμε βιώσει παρόμοιες καταστάσεις.

Άλλοτε δέσμιοι συναισθημάτων, αναμνήσεων ή ακόμα και της συνήθειας αδυνατούμε και πολλές φορές αρνούμαστε να πάμε παραπέρα στη ζωή μας. Και  άλλοτε με φόρα το πρωί βγαίνουμε από το σπίτι κυνηγώντας την επόμενη έντονη εμπειρία, την επόμενη συγκίνηση.

Υπάρχουν όμως και εκείνες οι στιγμές που μάλλον δυσκολευόμαστε να τις κατατάξουμε σε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις. Δεν ξέρω πως ακριβώς μπορώ να περιγράψω αυτή τη κατάσταση αλλά σίγουρα υπάρχει μια αίσθηση ουδετερότητας, μια εκκωφαντική ησυχία, ένα τραμπάλισμα μεταξύ σιγουριάς και αβεβαιότητας.

Σίγουρος για το ότι τέλειωσες με τα παλιά και αβέβαιος για το τι ζητάς από εδώ και πέρα. Αβέβαιος για αυτά που συνεχίζεις να νιώθεις και σίγουρος για το τι θέλεις να νιώσεις.

Χαρούμενος που σταμάτησες να κλαις μα σκεπτικός γιατί πια δεν κλαις εύκολα.

Ωριμάζεις συναισθηματικά θα σου πουν κάποιοι φίλοι, εσωτερική αναζήτηση άλλος θα προτάξει σαν άποψη και πάντα είναι και εκείνοι που απλώς θα σου πούνε να πάτε για ένα ποτό.

Μετά από χρόνια μου φάνηκε παράξενο, λιγάκι “άχρωμο” να μην βρίσκομαι στο ένα ή το άλλο άκρο, στα τάρταρα για μια αγάπη που πέθανε ή στα ουράνια για έναν έρωτα που ανατέλλει.

Λες και χρειαζόμουν σημείο αναφοράς κάποιον άλλο άνθρωπο για να ορίσω τα συναισθήματά μου, για να προσδιορίσω τα θέλω μου, τον τρόπο που ζω. Λες και δε θα ξυπνούσα το πρωί αν μόνος έπεφτα για ύπνο το βράδυ. Σταμάτησε η Γη να γυρίζει μιας που σταμάτησα για άξονα να έχω ένα σύντροφο. Σταμάτησα να αναπνέω.

Για να είμαι ειλικρινής θεωρούσα πάντα ότι ήταν ακατόρθωτο να καταρρίψουμε τον “νόμο της τραμπάλας” που προστάζει ότι θα πρέπει να πέσεις από την μια ή από την άλλη πλευρά. Κάποιος θα σε σηκώσει τη μια στιγμή και την επόμενη θα τον στείλεις εσύ στα σύννεφα με τα χέρια ανοιχτά. Ένας απαράβατος νόμος που μάλλον ισχύει στηριζόμενος σε μια παραδοχή. Ότι κάποιος βρίσκεται στην άλλη άκρη της.

Απλό λοιπόν το συμπέρασμα… ”ας κάνουμε κούνια”…

Απλό λοιπόν το συμπέρασμα. Ας μείνω μόνος. Όχι για λίγο, όχι και για πάντα. Για όσο χρειαστεί. Ίσως έτσι μπορέσω να βρω εκείνο το σημείο που θα ισορροπήσω μεταξύ των συναισθημάτων και των σκέψεων μου. Ίσως τότε και μόνο καταφέρω μέσα από αυτή τη διαδικασία να ισορροπήσω εντέλει μαζί με κάποιον άλλον σε τούτη τη ζωή χωρίς αυτό να είναι αυτοσκοπός, καθαρά προσωπική επιθυμία.

Θεωρούσα κουραστικό να προσπαθώ να αποδείξω στους κοντινούς μου ανθρώπους ότι δεν έγινε και τίποτα να περάσεις λίγο καιρό μόνος. Συνειδητοποίησα όμως ότι κουράστηκα από τους ίδιους μου τους προβληματισμούς. Προσπάθησα να συνηθίσω την μοναξιά μα πλέον μου φαίνεται τόσο λάθος.

Προσπάθησα να φτιάξω μια καθημερινότητα να μη χωράει άτομο άλλο, να μην προλαβαίνει να μπει. Γέμισα τις μέρες μου με ασχολίες, τα Σαββατοκύριακα μου με υποχρεώσεις και τις ώρες μου με σκέψεις. Σήκωσα τείχος. Απρόθυμος να ξεκλέψω λίγο από τον “πολύτιμο” χρόνο μου, όχι για να δώσω ευκαιρίες αλλά για να μου δώσουν ευκαιρίες. Ναι, έκανα πράγματα για τον εαυτό μου, πόσο εγωιστής;

Δικαιολογίες αμέτρητες για να αποφύγω ανθρώπους.

Ζητούσα να λύσω το θέμα της μοναξιάς μου μα τελικά κατάλαβα πως έπρεπε να λύσω τα θέματα που είχα με τον ίδιο μου τον εαυτό. Έψαξα να βρω την ασπίδα εκείνη που με έκανε να νιώθω ατρόμητος σ’ αυτά που θα μου φέρει η ζωή… κάποτε ήμουν αισιόδοξος.

Και ο χρόνος που πέρασε, χάθηκε.

Ξέρω ότι είναι δύσκολο και όλα γύρω μας πολλές μέρες φαντάζουν ανίκητα και το μέλλον θαρρείς πως διαγράφεται ζοφερό μα συγχωράτε με, τον χρόνο μου έχασα και δεν τον παίρνω πίσω αλλά τουλάχιστον λίγη από την αισιοδοξία μου θα προσπαθήσω να την κερδίσω ξανά.

Δεν με πειράζει να πλαγιάζω μόνος μα δεν αντέχω άλλο πια να πέφτω χωρίς να ονειρεύομαι, χωρίς να συλλογιέμαι ότι τον κόσμο καλύτερο θα κάνω αύριο.

Δε θέλω πια να υπάρχουν αυτές οι στιγμές.

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

Για αυτά που δεν ειπώθηκαν ποτέ...


Silence for the untold


Πληγές στο στόμα από λέξεις που εγκλώβισες
Σκέψεις που κράτησες, τη γλώσσα μάτωσες
Και Χείλη δάγκωσες
Για ένα δεν πρέπει

Και το καθώς πρέπει

Που σε προστάζει χρόνια τώρα
Πως να μιλάς και πως να φέρεσαι
Πως να αγαπάς και πως να χαίρεσαι
Πως να πονάς και πως να κρύβεσαι

Αργά κατάλαβες πως είν’ οι άνθρωποι σκληροί
Σε βρίζουν μένοντας βουβοί

Και ας κρύφτηκες, σε κυνηγήσανε
Και με τη σκέψη πως δεν ένιωσες ποτέ
Νύχτα σε βρήκαν στη γωνιά να τρέμεις μόνος
Και αφού γελάσανε, σου το μηνύσανε
Είναι η αλήθεια πως δεν ένιωσες ποτέ
Ποτέ δεν ήταν αρκετός ο πόνος

Και τις δικές σου σκέψεις άλας κάνανε
Και το μυαλό σου τάισαν με αυτές
Και απ’ το μυαλό στο στόμα φτάσανε
Ο πόνος έγινε φρικτός και οι πληγές καυτές

Με όρους πολιτικούς
Απάντηση έπρεπε να δώσεις
Τι είναι ο έρως και τι αγάπη
Και τι κατάφερες να νιώσεις

Το αίμα από τα δόντια έπλυνες
Χαμόγελο σαρκαστικό εφόρεσες
Τις λέξεις διάλεξες
Πρώτη φορά που δε τις ψέλλισες

“Πόλεμο κράτους εννοώ
Όταν για έρω εγώ μιλώ
Κάθε εξουσία θα αρνηθώ
Αρχή λαού το σ’αγαπώ”

Μα πάλι χλεύασαν
Μα πάλι σε έφτυσαν
Ούτε να βρίσεις δε μπορείς
Ούτε να δείξεις τι μισείς

Η γλώσσα κόπηκε
Τα δόντια σπάσανε
Με καλαμάκι σου δώσανε να πιεις
Μα αντί για κώνειο που ζήτησες
Στο ψέμα σ’άφησαν να κοιμηθείς

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Αγάπες Αυτόχειρες


Suicide Loves


Είν’ το νερό στο κορμί σου που τρέχει
και στα δάχτυλα καταλήγει και χάνεται.
Καθώς φεύγει πληγές σου ανοίγει.

Μη ζητάς και μη ψάχνεις την κάθαρση,
όλα αυτά που εσύ ένιωσες,
όλα πια τώρα στράγγιξαν.
Και πονά να πιστεύεις
από αγάπη πως άδειασες.

Και είναι ο έρωτας που σε λούπα πεθαίνει, ξανά και ξανά.
Και όμως Θλίψη δεν νιώθεις καμιά.

Αγάπες που έπεσαν μόνες, σκανδάλη τραβήξαν και ‘φύγαν.
Αμαρτία εσύ να τις θάψεις.
Είν’ κατάρα να ζούνε στη μέση.
Ανάμνηση όμορφη ποτέ τους δε έγιναν
μα ούτε και σκέψη που θέλεις να χάσεις.

Δείλιασες μια ακόμα φορά.

Μια ακόμα ‘γάπη μισή που εσύ έζησες
με ελπίδα πως με χέρι απαλό, σφιχτά την εκράτησες.
Ούτε τώρα.

Το νερό που σταμάτησε και με ψέμα το κορμί σου το λούζεις.
Πως αγάπησες και ερωτεύτηκες και ήσουν έτοιμος όρκο να δώσεις.
Πάλι σύντομα την αλήθεια σου βρήκες, ένα τίποτα στην καρδιά σου πως είχες.
Και το ψέμα στις πληγές τώρα τρέχει και τη σάρκα βαθιά την ποτίζει.

Κανέναν από ψέμα δε φίλησες, το φαρμάκι για εσένα το κράτησες.
Και η σάρκα σαπίζει και χάνεται,
το νερό μαζί του την παίρνει.
Μα η κάθαρση μην πιστέψεις πως έρχεται.
Η ψυχή σου ποτίστηκε τώρα.

Και μια αγάπη χαμένη κυνήγησες.
Όλα εκείνα που έφτιαξες μήπως πίσω γυρίσει,
μαυσωλείο εντέλει τα έκανες
και εκεί μέσα την έκλεισες,
γιατί αλλιώς μια αγάπη νεκρή θα μυρίσει.

Πριν το αίμα προλάβει να φύγει απ’ τα χέρια σου, μες τη νύχτα και πάλι ξεχύθηκες.
Το νερό και το ψέμα δε στέγνωσε μα για αγάπη καινούρια ευχήθηκες.

Και ορκίστηκες πως η κούραση σε έχει πλέον καθηλώσει,
πως τα όνειρα έχεις σκοτώσει.
Δεν θα ‘ρθουν πια στιγμές δυνατές,
όλα αυτά που πονούσαν στο χθες
σε έχουν πλέον τώρα πεισμώσει.

Και το πείσμα το εγώ σου μεγάλωσε και η ψυχή σου ποτίστηκε πάλι.

Μια ψυχή βουτηγμένη στο εγώ και στο ψέμα.

Είναι μέρες που ξέρεις τι νιώθεις μα πάντα μονάχος τις ζεις.
Είναι όμως τα βράδια που νιώθεις πως δεν έχεις πια λόγο να ζεις.

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2018

Μια Καλησπέρα και ένα Φιλί...


Good Evening and a kiss


“Έλα κοντά μου να σου δώκω ένα φιλί.”

Ένα φιλί και ένα φίλεμα από τη γιαγιά σου που ποτέ δε γύρεψε ανταπόδοση.

Έτσι είναι οι γιαγιάδες, της μάνας σου η μάνα, 2 φορές μητέρα. Και το φιλί της, χίλια άλλα!

Λουκουμάδες, γαλακτομπούρεκο, μουσακάς και γεμιστά με σταφίδα και κουκουνάρι.
Χαρτζιλίκι στα κάλαντα. Καραμέλες κρυφά από τη μητέρα σου και παραμύθια να κοιμηθείς. Γιατροσόφια από το χωριό και μια μόνιμη αγκαλιά ασπίδα στο μάλωμα του πατέρα. Ένα χάδι στα μαλλιά και το φιλί.

Χίλια άλλα φιλιά το φιλί της και χίλιες εικόνες και αναμνήσεις. Χίλια ευχαριστώ να πεις δεν είναι αρκετά μα για εκείνη όλα περιττά.

Για εκείνη το ευχαριστώ, το δικό της γιατρικό είναι η χαρά σου. Να σε βλέπει μονάχα να χαμογελάς. Και έτσι καταλαβαίνεις γιατί ποτέ δε σε μάλωσε. Η μόνης της «τιμωρία» εκείνες οι σύντομες κοφτερές ματιές με τα χέρια στη μέση και αν αχ. Ήξερες όμως ότι μόλις με νάζι στην ποδιά της, που μύριζε καφέ και θυμάρι, τυλιχτείς το λιγότερο που θα εισέπραττες θα ήταν μια φέτα με βούτυρο Κερκύρας και ζάχαρη ή έστω ένα ζεστό ρυζόγαλο με μπόλικη κανέλα!

Και πέρασαν χρόνια αρκετά και χόρτασες από κούφια φιλιά και άδειες αγκαλιές από ανθρώπους περαστικούς.

Και πέρασαν τόσα άλλα και συνάντησες κορίτσια και αγόρια, άντρες και γυναίκες που αντί για φιλιά, φιλί σου είχαν φυλαγμένο. Ένα μονάχα.

Και στην αρχή δεν το κατάλαβες, ξένο σου φάνηκε. Στο τέλος ενός μηνύματος ένα φιλί, στο τηλέφωνο για καληνύχτα πάλι ένα, μόνο του! Και για φτωχό το κατηγόρησες αφού στον πληθυντικό είχες πια συνηθίσει. Ένας πληθυντικός χωρίς περιεχόμενο όμως.

Η Τατιάνα και η Όλγα, Φιλί!

Πήρε καιρό να κάνεις τη σύνδεση. Όχι πως κρατούσαν όλοι τους γλυκό να σε τρατάρουν μα με ένα φιλί πόσα είχαν πραγματικά να σου δώσουν. Μια μόνο αγκαλιά σφιχτή να σου θυμίσει ότι καταφύγιο μπορείς να βρεις σε δυο χέρια μέσα.

Και από ένα φιλί σε μια καλησπέρα.

“Κάπου στα πενήντα ο συμβιβασμός με τον θάνατο αρχίζει πια και σβήνει αργά αλλά σταθερά το φόβο. Και ενώ φοβάσαι λιγότερο το θάνατο όλα τα άλλα αρχίζουν να σε φοβίζουν περισσότερο.” … μου είπε μια μέρα ο Κύριος Τάσος.

Είναι εύκολο να προσπερνάς τους ανθρώπους. Απλώς κατεβάζεις το βλέμμα, επιταχύνεις το βήμα σου και περνάς δίπλα τους κρατώντας την ανάσα σου ελπίζοντας πως δε θα σου μιλήσουν και αναγκαστείς να ανταποδώσεις.

Αν όμως σταθείς έστω για μια στιγμή, για μια καλησπέρα, οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να μοιραστούν μαζί σου. Να μοιραστούν σκέψεις που μόνο στον εαυτό τους είχαν το θάρρος να εκφράσουν.

Μπορεί από ευγένεια να σταματήσεις την πρώτη φορά ή από μια απλή αίσθηση συμπόνιας αλλά γρήγορα θα καταλάβεις ότι έχεις πολλά περισσότερα να πάρεις σε σχέση με την καλησπέρα που θα δώσεις.

Και αν οι μεγαλύτεροι φοβούνται όλα όσα γύρω τους συμβαίνουν, μιας που δεν μπορούν πια να τα κατανοήσουν, νιώθεις πως οι νεότεροι φοβούνται τους ίδιους τους ανθρώπους και αυτά που έχουν να τους πουν.

Ίσως ποτέ να μη ξεπεράσουμε τους φόβους μας αλλά πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας να μας θυμίζουν ότι η ζωή δεν είναι μόνο μαύρο. Πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που θα θέλουν να μας βλέπουν χαμογελαστούς…

… με μια καλησπέρα, μια αγκαλιά και ένα φιλί.

ΥΓ: Σε μια ζωή που ήρθε, στις γιαγιάδες μου και στον Κύριο Τάσο με την καλησπέρα του.

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018

Αιτία ή Αφορμή;

Cause or occasion

Συνάντησα ένα φίλο προχθές από τα φοιτητικά μου χρόνια. Είναι από εκείνους τους φίλους που μπορεί να κάνεις χρόνια να τους δεις αλλά σαν ξαναβρεθείτε ξεκινάς τη συζήτηση από το ίδιο ακριβώς σημείο που είχες σταματήσει την τελευταία φορά. Καμία παρεξήγηση αν δεν τον πήρα όλα αυτά τα χρόνια να του ευχηθώ στα γενέθλιά του, καμία κακία αν δεν με πήρε να δει απλώς τι κάνω.

Γνωριστήκαμε στα είκοσι περίπου και δεθήκαμε, όπως είναι σύνηθες σε αυτές τις ηλικίες, εν μέσω μιας έντονης ερωτικής του περιπέτειας. Και ναι είναι η ζωή που κύκλους κάνει και η μοίρα η αναπόφευκτη που ανταμώσαμε ξανά. Που ανταμώσαμε για να μου πει την ίδια ιστορία που μας ένωσε, με άλλους πρωταγωνιστές όμως. Στο ίδιο έργο θεατές λοιπόν.

Δεν είναι όμως ούτε η ιστορία καθεαυτή που “έβλεπα” να ξεδιπλώνεται μπροστά μου σαν έργο εκ νέου σκηνοθετημένο αλλά ούτε και οι πρωταγωνιστές της που με ξάφνιασαν τόσο όσο ένα ερώτημα που τέθηκε όπως τότε έτσι και τώρα. Ένα ερώτημα σαν άσκηση μαθηματικών, σαν τελευταίο θέμα εξετάσεων.

«Σύμφωνα με το Εξίσωση των Τριών όπου στους Ψ και Ω ενδιάμεσα ξάφνου εμφανίζεται ο άγνωστος Χ και γνωρίζοντας ότι το αποτέλεσμα της εξίσωσης είναι η διαίρεση του Ψ και του Ω παρακαλούμε όπως αποδείξετε αν ο άγνωστος Χ ήταν η αιτία ή η αφορμή. Αιτία ή αφορμή της διαίρεσης, του χωρισμού του Ψ με τον Ω.»

Στα είκοσι είχε το θράσος να απευθύνει ο ίδιος το ερώτημα περιμένοντας την απάντηση που θα τον έχρηζε κατακτητή, που θα ανέβαζε το εγώ του και θα του χάριζε ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. Και πήρε όντως την απάντηση που γύρευε, ήταν η αιτία της διαίρεσης του Ψ και του Ω. Άσχετα αν υπήρχε έρωτας, συναίσθημα, αθωότητα και διόλου δόλος. Δεν ήταν όντως αυτοσκοπός του η διαίρεση αλλά το αποτέλεσμα ήταν αυτό. Ένα μήνα μετά ο κατακτητής έχασε το χαμόγελό του και έμαθε με το δύσκολο τρόπο πως όσο γρήγορα ανεβάζεις το εγώ σου σε πολλαπλάσια ταχύτητα γίνεται κομμάτια.

Στο τώρα, βρέθηκε ξανά να είναι ο άγνωστος Χ μα αυτή τη φορά το ερώτημα τέθηκε από την άλλη πλευρά και ευτυχώς για την καθαρότητα της συνείδησής του σε πολύ πρώιμο στάδιο του προβλήματος. Ένα πρόβλημα που ζητούσε λύση πριν καν προκύψει.

«Σε περίπτωση που υπάρξει διαίρεση ο Χ θα είναι αιτία ή αφορμή;»

Και ήταν εκείνη η στιγμή της συζήτησης που σκέφτηκα ότι ο μπαγάσας βρήκε την απάντηση, βρήκε τρόπο να τεκμηριώσει τη μια ή την άλλη λύση. Για άλλη μια φορά όμως ξαφνιάστηκα.

Για εκείνον τα πράγματα πλέον ήταν ξεκάθαρα. Ο ίδιος δεν ήθελε να είναι ούτε αιτία ούτε αφορμή, δεν ήθελε να πάρει κανέναν από τους δύο ρόλους. Ήταν προφανές στη δική του σκέψη ότι αν κάποιος θέλει να βγει από μια σχέση ακούγεται το λιγότερο ως δικαιολογία να ψάχνει εξιλαστήριο θύμα ή κάποιον να του φορτώσει τυχόν ενοχές, να ψάχνει μια αφορμή. Δέχεται ότι δεν μπορούν όλοι να αποφασίζουν επιλέγοντας μαύρο ή άσπρο, όλα ή τίποτα αλλά ο ίδιος έδειχνε χαρούμενος με την επιλογή του να σταματήσει να μπλέκει σε τέτοια αδιέξοδα. Καμία διάθεση να γίνεται η αιτία, διαιρέτης. Σκληρό αλλά δεν ήταν πια διαθέσιμος για ανθρώπους που έχουν «εκκρεμότητες».

Μόνο που δεν έμεινε στην απόρριψη των δύο ρόλων. Ξέροντας ότι ακόμα και αν καταφέρεις να παραμείνεις ο ίδιος στην εξίσωση μετά την διαίρεση το πιθανότερο είναι να αποτελέσεις μια ενδιάμεση κατάσταση. Γιατί τελικά ο καθένας μας αυτό που αναζητεί δεν είναι να αποτελεί μέρος μια εξίσωσης, να εξαρτάται από κάποιον άλλο παράγοντα. Όλοι μας έχουμε ανάγκη να αυτοπροσδιοριζόμαστε, όχι να μας ορίζει μια συνθήκη ή ένας άγνωστος Χ. Όταν νιώσεις δυνατός και μπορείς να σταθείς χωρίς συν ή πλην και το ίσον είσαι εσύ ο ίδιος, τότε μόνο θα μπορείς να πας πιο πέρα. Εκεί που το ίσον θα είναι ο σύντροφός σου, χωρίς καμία άλλη συνθήκη.

Σε μια εξίσωση υπάρχουν κανόνες, πρέπει και ένα αποτέλεσμα συγκεκριμένο. Στη ζωή του αυτά τα πρέπει δεν είχαν χώρο πλέον, το αποτέλεσμα κάθε μέρας που περνά είναι διαφορετικό και εκεί κρύβεται η μαγεία. Και στο τέλος ο εγωισμός που του έμεινε, εκείνος που επέβαλε να μη δέχεται συμβιβασμό, πρόσταζε να είναι αιτία και αφορμή για όλα όσα συμβαίνουν στο σύντροφό του, και το αντίστροφο.

Αιτία για το χαμόγελό του. Αφορμή για μια εκδρομή.

Αφορμή να λέει το σ’ αγαπώ. Αιτία να αγαπά!

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

Τα Μικρά και τα Λίγα...

Small and few



Έναν καφέ θα βάλεις να ψήσεις, διπλό, βαρύ όπως συνηθίζεις να τον παραγγέλνεις και το στόμα σου γεμίζει από λέξεις. Πριν ακόμα ακουμπήσεις διστακτικά το φλιτζάνι στα χείλη μην και σε κάψει το καϊμάκι έχεις φτιάξει ήδη την εικόνα.

Βαρύ, διπλό, με μια κουταλιά ζάχαρη, να σπάει λίγο και εκείνη ακριβώς τη στιγμή που πας να κλείσεις το βάζο θα το ανοίξεις ξανά και μια κοφτή θα ρίξεις μέσα στον καφέ. Λίγο ακόμα γλύκα θα σκεφτείς. Κίνηση που μάλλον γίνεται σχεδόν μηχανικά.

Μηχανικά, λίγη ζάχαρη ακόμα. Λίγο αλάτι ακόμα, μια πρέζα, πριν ρίξεις το ταψί στη φωτιά.

Δε θα γίνει πιο γλυκός ο καφές, ούτε πιο νόστιμο το φαγητό. Περισσότερο τρέφουν το αίσθημα ολοκλήρωσης του δημιουργού, αίσθημα αυτοϊκανοποίησης. Αποδομήσαμε το λίγο παραπάνω μέσω της λογικής και πάλι όμως αύριο μια κοφτή θα ρίξουμε επιπλέον στον καφέ μας.

Μια αγκαλιά λίγο παραπάνω σφιχτή και αλλάζει ο κόσμος όλος.

Αχαριστία μπορείς να σκεφτείς. Το δέχομαι. Αλλά είναι πάντα αυτό το λίγο παραπάνω που τελικά κάνει τη ζωή μας πιο νόστιμη. Αυτό το λίγο που σε σπρώχνει να πας πιο πέρα. Εικόνες γεμάτες οι ζωές μας από τα μικρά και τα λίγα που μας έκαναν ευτυχισμένους.

Ένα πεταχτό φιλί, μια επαφή με την άκρη του δαχτύλου, ένα μονό κρεβάτι.

Μια μικρή εκδρομή, λίγες ακτίνες του ήλιου στη μεσημεριανή ραστώνη να περνάνε τα ξύλινα πατζούρια.

Λίγο κρασί στο ποτήρι μας.

Πάρε αυτό το λίγο και δώσε το σ' αυτόν που το έχει ανάγκη,  σ' αυτόν  που δεν έχει καθόλου. Όχι την εκδρομή χαζέ, την αγκαλιά. Και το λίγο έγινε πολύ, ο καφές του γλυκός και το φαγητό του νόστιμο.

Μη μου συγκρίνεις, δε με νοιάζει τι κάνει ο δίπλα, δε με ενδιαφέρει και μη με κρίνεις. Αν μπορώ να δώσω παραπάνω; Ναι δίκιο έχεις. Μπορώ. Θέλω παρέα όμως, θέλω κάποιον δίπλα μου. Να πάμε μαζί, για λίγο στην αρχή. Μετά μόνος. Μπορώ.

Μονάχα μη μου ζητήσεις λίγο χρόνο παραπάνω, αυτό τον σπαταλήσαμε. Όχι σε μικρά πράγματα, σε ανούσια.


Λίγο παραπάνω άσε με να κοιμηθώ, πέντε λεπτά ακόμα, λίγο ακόμα να ονειρευτώ. 

Δημοφιλή

Μια σκέψη έντονη...

Συγνώμη και Ευχαριστώ!

Νομοτελειακά όσο μεγαλώνεις δυσκολεύεσαι να αλλάξεις νοοτροπία στο πως αντιμετωπίζεις μικρές και μεγάλες καταστάσεις στη ζωή. ...