A Stranger's Thoughts : έρωτας
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα έρωτας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα έρωτας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Νοσταλγία


Πόσους Θανάτους άραγε ζούμε

Και πόσες Ζωές θανατώνουμε

Γυρεύοντας μιαν αγάπη να νοσταλγήσουμε

Έστω μικρή


Αυτή που ανταμώσαμε 

Με θάνατο στο ζύγι ίση βγαίνει

Αυτή που λαχταρίσαμε 

Χαμόγελο, ένα, γέννησε πικρό


Και αν η ζωή είναι τρανή 

Ο έρως την έκανε χτικιό

Σαν να’ ναι γλέντι παντοτινό 

Μη γιορτινό 


Μισή αγάπη μου είπες ζούμε 

Όχι από πάθος μισερό 

Είναι που η σκέψη, τον έρωτα κάνει ζοφερό 

Κατάρα· ο έρως είναι τελικά, που πάντα νοσταλγούμε 



Photo: Thanasis Xenos

Αρχική δημοσίευση: https://cignialo.gr/nostalgia/




Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

Μια μέρα δίχως πανοπλία


A day without wearing an armor

Οι μικρές παράξενες και αναπάντεχες στιγμές στο μεταίχμιο των προσωπικών μας περιόδων στη ζωή κάνουν τις αναμνήσεις εντονότερες. Μια στάλα χρόνου δηλαδή που την τρυπά η μύτη μιας βελόνας και η τρύπα μένει ανοιχτή να σου θυμίζει πως είναι ο έρωτας και ο θάνατος που αψηφούν της "φύσης" τους κανόνες.  

"Μια ανάμνηση έρωτα ανάμεσα στο τελευταίο ξέγνοιαστο καλοκαίρι απόλυτης αδιαφορίας για τα πάντα εκτός από το ποδήλατό και στο πρώτο φθινόπωρο που το μόνο που δε σε ένοιαζε ήταν αν θα βραχείς.

Σε εκείνη  την αλλαγή του καιρού, μια στάλα χρόνου στο λεωφορείο που δειλά μπήκες για πρώτη φορά  κατηφορίζοντας από τη γειτονιά σου στο κέντρο για ένα ραντεβού. Μια μάχη κατάκτησης.

Για βελόνα μια τρύπα, μια τρύπα στην αγαπημένη σου μπλούζα που από βραδύς φρεσκοπλυμένη έχεις ακουμπήσει στην καρέκλα για να φορέσεις σαν άλλη πανοπλία. Όμορφη αύρα και ατρόμητη αίσθηση πως την αγάπη σε αυτό το ραντεβού θα λαφυρίσεις.

Και η τρύπα έκανε μια "τρύπα" μόνιμη στο χρόνο.

Να κάνεις πίσω δεν προφταίνεις, να το ακυρώσεις δεν μπορείς και η μόνη σου επιλογή, να εμφανιστείς με μόνη πλέον αίσθηση αυτής της γύμνιας.

Η μάχη εντέλει ήταν από αυτές που κέρδισες χάνοντας την. Απροστάτευτοι παραδινόμαστε στη λόγχη του έρωτα.

Πώς να μη θυμάσαι μια τέτοια ιστορία;"

Η ζωή μας είναι γεμάτη από τέτοια διηγήματα, όχι μόνο με ιστορίες αγάπης και έρωτα αλλά με κάθε λογής συναίσθημα. Προετοιμασμένοι πιστεύουμε πως είμαστε, έτοιμοι για όλα, έχουμε περάσει πολλά και ξέρουμε. Έπαρση ή βλακεία; Γραφικό και χιλιοειπωμένο το ότι θα ’ρθει εκεί που δεν το περιμένεις μα συνεχώς ξαφνιαζόμαστε από το αναπάντεχο της στιγμής.

Και για πανοπλία αν δεν είναι μια μπλούζα θα είναι τα μαλλιά ή λίγο κραγιόν. Θα είναι μια απόσταση, μια στάση στο κορμί άκαμπτη, ένα παγωμένο βλέμμα. Μικρά κομμάτια του εαυτού μας, φυσικά και επίκτητα, που βάζουμε για άμυνα.

Η μπλούζα όμως θα είναι πάντα καταδικασμένη να τρυπά και τα μαλλιά μαζί με το κραγιόν στις πρώτες στάλες τις βροχής αμέσως να χαλάνε. Η απόσταση και αυτή καταδικασμένη να μικραίνει στις πρώτες λέξεις, το κορμί σε ένα μόνο άγγιγμα να λυθεί και το βλέμμα σ' αυτό που λαχτάρα σαν το κοιτάζει να τσακίσει από αγάπη ή από πόνο.

Το έχουμε βιώσει ή έστω το έχουμε διαισθανθεί πως νιώθουμε έντονα και ζούμε τις στιγμές όταν "γυμνοί" στο δρόμο βγαίνουμε μα ακόμα φτιάχνουμε άμυνες, με στεγανά τις σχέσεις ντύνουμε να λιγοστέψουμε την απώλεια σαν έρθει. Και η αμυντική μας στάση καταλήγει να γεννά επιθετικότητα όταν στο άγνωστο μπροστά βρεθούμε. Άγνωστο καθώς πάψαμε να ζούμε, πάψαμε στον έρωτα να κλαίμε, στο θάνατο να γελάμε. Δεν αναγνωρίζουμε αυτά τα συναισθήματα πια.

Καταφέραμε να ζούμε πλέον σε περίοδο ατέλειωτης μοναξιάς.

Μια στάλα χρόνου στο κατώφλι του σπιτιού μου, απόφαση πως στη βροχή θα περπατήσω μια μέρα δίχως πανοπλία προσμένοντας να τρυπήσει η στιγμή σε βήμα αναπάντεχο.

Με την ελπίδα πως θα είναι η αιχμή, η αρχή για μια περίοδο που θα είναι κάθε της στιγμή έντονη, κάθε της στιγμή… ζωή.


A Day Without Armor


Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Ζώντας τη Ζωή που ονειρεύτηκες

Living the life you dreamed about


Δεν πειράζει που δεν έκανες αυτό που ονειρεύτηκες, φτάνει που κούμπωσες καλά στη ζωή που ράφτηκε για εσένα.

Στον πρώτο εφιάλτη που είχες δει, πείστηκες με τη βία της λογικής πως αυτό θα είναι το μονοπάτι που θέλεις να διαλέξεις αντί τους φόβους σου να αγκαλιάσεις. Δε βρήκες τότε συμπαραστάτες, ούτε το θάρρος να τους αποδεχτείς και να τους αντιμετωπίσεις. Στο τέλος σε τύλιξαν οι ίδιοι σου οι φόβοι ωσότου απαρνήθηκες αυτό που λαχταρούσες να γίνεις. Στριφογυρνάς και πετάγεσαι τα βράδια στον ύπνο σου, αδύναμη να αντιδράσεις. Τα όνειρα σου λησμόνησες και ξέχασες πως είναι να αγναντεύεις το πέλαγο της ζωής, το τώρα σταμάτησε να έχει αξία, σταμάτησε να υπάρχει, εξαϋλώθηκε όπως ο έρωτας όταν αναδεύεται με τον εγωισμό.

Περνούν τα σαββατοκύριακα σου βουβά και εσύ αναζητάς λίγες στιγμές ελευθερίας, μια βόλτα κρυφή σε μέρη που δίσταζες να πας, μια μπουκιά υπερβολικά αλατισμένου φαγητού σε ένα άδειο τραπέζι και μισό κιλό στιφό κόκκινο κρασί για να μουδιάσει η γλώσσα και το μυαλό να μεθύσει από σκέψεις απαγορευμένες, που από καιρό είχες καλά κλειδώσει σε συρτάρια μουχλιασμένα. Και όταν το μυαλό μεθύσει ξέρεις πως οι σκέψεις σου αυτές θα απλωθούν σε κάθε σπιθαμή της ξεχασμένης ύπαρξης σου και η γλώσσα θα λυθεί με τη σειρά της. Και αν για τρελή σε περάσουν που κάθεσαι μονάχη στο τραπέζι, ποτέ τους δε θα καταλάβουν πως μόνη ταξιδεύεις όχι γιατί σε απέρριψαν αλλά γιατί εσύ αποστράφηκες την αφέλεια της λογικής τους. Και από αυτά σου τα ταξίδια πιο ώριμη επέστρεψες. Δεν ήταν που έπρεπε μόνη να αποφασίζεις αλλά γιατί μονάχη με τον εαυτό σου έπρεπε να ζήσεις και να τον ορίσεις χωρίς σημεία αναφοράς, χωρίς την αλλοίωση του από τα θέλω των άλλων.

Ήταν μεσημέρι καθημερινής, σε έναν καφενέ στο Μεταξουργείο, με λίγο ούζο και δυο μεζέδες, που μου είχες πει πως, πραγματικά ελεύθερη ένιωθες, μονάχα σε εκείνη την τελευταία στροφή της Κατεχάκη με φόρα όταν έμπαινες  λίγο πριν ξεκινήσει η κατάβαση για την Αθήνα. Το πόδι σου πατούσες με δύναμη στο γκάζι μα δεν είναι η ταχύτητα που σε παρέσερνε ούτε ο αέρας μπαίνοντας με ορμή από το ανοιχτό παράθυρο που σε μεθούσε.

Σαν να βουτάς σε τσιμεντένια θάλασσα αισθανόσουν, χωρίς όμως να σε καταπίνει η βουή της πόλης και η γκρίζα απαισιοδοξία της. Τα όνειρα σου σκεφτόσουν πως αντάμωναν για λίγο την αλήθεια σου. Λες και ξεγύμνωνε ο αέρας και η τραχύτητα της ασφάλτου τους φόβους σου, έξυναν από τη σκέψη σου σου, τσουχτερά μα λυτρωτικά τους φραγμούς της λογικής που γαλουχήθηκες και καθαρή από δισταγμούς παραδινόσουν στην πόλη για να ζεις μια ζωή από την αρχή, νέα, ολάκερη. Γέννηση και θάνατος σε κάθε ένα από τα στενά της που φευγαλέα χαρτογραφούσες σαν σε έπαιρνε η κατηφόρα. Και στην ευθεία μετά τη στροφή αυτή, τις πικροδάφνες που ταπεινά υποκλίνονται στη δεξιά μεριά του δρόμου, αντίκρυ στα κυπαρίσσια που χωρίζουν τα δύο ρεύματα, με χαμόγελο προσπερνούσες. Η ζωή σου όλη θαρρούσες, τούτης της ευθείας το διήγημα πως ήταν. Πίκρες και υποκλίσεις σε έναν καθημερινό θάνατο που τον αντικρίζεις όταν πια είναι πολύ αργά για να πατήσεις φρένο.

Στο πρώτο κόκκινο φανάρι που εντέλει συναντούσες, εκεί που η κατηφόρα πια είχε τελειώσει, τελειώνανε μαζί και όλες σου οι σκέψεις εκτός από μια. Αναμετρήθηκες με όλες τις λογικές εκείνες που σε ωθούσαν τόσα χρόνια παράλογα να καταλαγιάζεις αυτά που ένιωθες αλλά συνάμα είχες φτιάξει και μια ακόμα πιο σκληρή. Στον έρωτα, είχες πάρει απόφαση, πως πλέον δε θα πιστεύεις, πως είχε πεθάνει σε εκείνο το τελευταίο ραντεβού που είχες δώσει χωρίς μολύβι και χαρτί, με μια υπόσχεση μονάχα, μια ώρα και ένα μέρος. Μικρούς θανάτους είχες εξ’ άλλου ονομάσει και όσους έρωτες πίστευες πως είχες ζήσει.

Μα ήταν σε αυτό το τελευταίο σου ταξίδι, πάλι μόνη, που ήρθε η συνειδητοποίηση. Με τους φόβους σου για παρέα βρέθηκες να περπατάς για ακόμα μια φορά σε ξένα μονοπάτια. Δεν σε εντυπωσίασαν όμως ούτε οι μυρωδιές και οι άγνωστες γεύσεις, ούτε τοπία αλλούτερα παρά μονάχα η οικεία θέα ενός εφήβου με ένα τριαντάφυλλο στο χέρι και την ελπίδα στα μάτια. Εκείνη την οικουμενική ελπίδα και την άνευ όρων παράδοση σε αυτό που η λογική δε μπορεί να καλουπώσει.

Το τώρα έμαθες ξανά να ζεις και σταματημένη σε εκείνο το κόκκινο φανάρι στο τέλος της κατηφόρας, πλέον συλλογιέσαι πως δεν πειράζει που δεν έκανες αυτό που ονειρεύτηκες, φτάνει που κούμπωσες καλά στη ζωή που ράφτηκε για εσένα… μέχρι χθες.



Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Αγάπες Αυτόχειρες


Suicide Loves


Είν’ το νερό στο κορμί σου που τρέχει
και στα δάχτυλα καταλήγει και χάνεται.
Καθώς φεύγει πληγές σου ανοίγει.

Μη ζητάς και μη ψάχνεις την κάθαρση,
όλα αυτά που εσύ ένιωσες,
όλα πια τώρα στράγγιξαν.
Και πονά να πιστεύεις
από αγάπη πως άδειασες.

Και είναι ο έρωτας που σε λούπα πεθαίνει, ξανά και ξανά.
Και όμως Θλίψη δεν νιώθεις καμιά.

Αγάπες που έπεσαν μόνες, σκανδάλη τραβήξαν και ‘φύγαν.
Αμαρτία εσύ να τις θάψεις.
Είν’ κατάρα να ζούνε στη μέση.
Ανάμνηση όμορφη ποτέ τους δε έγιναν
μα ούτε και σκέψη που θέλεις να χάσεις.

Δείλιασες μια ακόμα φορά.

Μια ακόμα ‘γάπη μισή που εσύ έζησες
με ελπίδα πως με χέρι απαλό, σφιχτά την εκράτησες.
Ούτε τώρα.

Το νερό που σταμάτησε και με ψέμα το κορμί σου το λούζεις.
Πως αγάπησες και ερωτεύτηκες και ήσουν έτοιμος όρκο να δώσεις.
Πάλι σύντομα την αλήθεια σου βρήκες, ένα τίποτα στην καρδιά σου πως είχες.
Και το ψέμα στις πληγές τώρα τρέχει και τη σάρκα βαθιά την ποτίζει.

Κανέναν από ψέμα δε φίλησες, το φαρμάκι για εσένα το κράτησες.
Και η σάρκα σαπίζει και χάνεται,
το νερό μαζί του την παίρνει.
Μα η κάθαρση μην πιστέψεις πως έρχεται.
Η ψυχή σου ποτίστηκε τώρα.

Και μια αγάπη χαμένη κυνήγησες.
Όλα εκείνα που έφτιαξες μήπως πίσω γυρίσει,
μαυσωλείο εντέλει τα έκανες
και εκεί μέσα την έκλεισες,
γιατί αλλιώς μια αγάπη νεκρή θα μυρίσει.

Πριν το αίμα προλάβει να φύγει απ’ τα χέρια σου, μες τη νύχτα και πάλι ξεχύθηκες.
Το νερό και το ψέμα δε στέγνωσε μα για αγάπη καινούρια ευχήθηκες.

Και ορκίστηκες πως η κούραση σε έχει πλέον καθηλώσει,
πως τα όνειρα έχεις σκοτώσει.
Δεν θα ‘ρθουν πια στιγμές δυνατές,
όλα αυτά που πονούσαν στο χθες
σε έχουν πλέον τώρα πεισμώσει.

Και το πείσμα το εγώ σου μεγάλωσε και η ψυχή σου ποτίστηκε πάλι.

Μια ψυχή βουτηγμένη στο εγώ και στο ψέμα.

Είναι μέρες που ξέρεις τι νιώθεις μα πάντα μονάχος τις ζεις.
Είναι όμως τα βράδια που νιώθεις πως δεν έχεις πια λόγο να ζεις.

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018

Αιτία ή Αφορμή;

Cause or occasion

Συνάντησα ένα φίλο προχθές από τα φοιτητικά μου χρόνια. Είναι από εκείνους τους φίλους που μπορεί να κάνεις χρόνια να τους δεις αλλά σαν ξαναβρεθείτε ξεκινάς τη συζήτηση από το ίδιο ακριβώς σημείο που είχες σταματήσει την τελευταία φορά. Καμία παρεξήγηση αν δεν τον πήρα όλα αυτά τα χρόνια να του ευχηθώ στα γενέθλιά του, καμία κακία αν δεν με πήρε να δει απλώς τι κάνω.

Γνωριστήκαμε στα είκοσι περίπου και δεθήκαμε, όπως είναι σύνηθες σε αυτές τις ηλικίες, εν μέσω μιας έντονης ερωτικής του περιπέτειας. Και ναι είναι η ζωή που κύκλους κάνει και η μοίρα η αναπόφευκτη που ανταμώσαμε ξανά. Που ανταμώσαμε για να μου πει την ίδια ιστορία που μας ένωσε, με άλλους πρωταγωνιστές όμως. Στο ίδιο έργο θεατές λοιπόν.

Δεν είναι όμως ούτε η ιστορία καθεαυτή που “έβλεπα” να ξεδιπλώνεται μπροστά μου σαν έργο εκ νέου σκηνοθετημένο αλλά ούτε και οι πρωταγωνιστές της που με ξάφνιασαν τόσο όσο ένα ερώτημα που τέθηκε όπως τότε έτσι και τώρα. Ένα ερώτημα σαν άσκηση μαθηματικών, σαν τελευταίο θέμα εξετάσεων.

«Σύμφωνα με το Εξίσωση των Τριών όπου στους Ψ και Ω ενδιάμεσα ξάφνου εμφανίζεται ο άγνωστος Χ και γνωρίζοντας ότι το αποτέλεσμα της εξίσωσης είναι η διαίρεση του Ψ και του Ω παρακαλούμε όπως αποδείξετε αν ο άγνωστος Χ ήταν η αιτία ή η αφορμή. Αιτία ή αφορμή της διαίρεσης, του χωρισμού του Ψ με τον Ω.»

Στα είκοσι είχε το θράσος να απευθύνει ο ίδιος το ερώτημα περιμένοντας την απάντηση που θα τον έχρηζε κατακτητή, που θα ανέβαζε το εγώ του και θα του χάριζε ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. Και πήρε όντως την απάντηση που γύρευε, ήταν η αιτία της διαίρεσης του Ψ και του Ω. Άσχετα αν υπήρχε έρωτας, συναίσθημα, αθωότητα και διόλου δόλος. Δεν ήταν όντως αυτοσκοπός του η διαίρεση αλλά το αποτέλεσμα ήταν αυτό. Ένα μήνα μετά ο κατακτητής έχασε το χαμόγελό του και έμαθε με το δύσκολο τρόπο πως όσο γρήγορα ανεβάζεις το εγώ σου σε πολλαπλάσια ταχύτητα γίνεται κομμάτια.

Στο τώρα, βρέθηκε ξανά να είναι ο άγνωστος Χ μα αυτή τη φορά το ερώτημα τέθηκε από την άλλη πλευρά και ευτυχώς για την καθαρότητα της συνείδησής του σε πολύ πρώιμο στάδιο του προβλήματος. Ένα πρόβλημα που ζητούσε λύση πριν καν προκύψει.

«Σε περίπτωση που υπάρξει διαίρεση ο Χ θα είναι αιτία ή αφορμή;»

Και ήταν εκείνη η στιγμή της συζήτησης που σκέφτηκα ότι ο μπαγάσας βρήκε την απάντηση, βρήκε τρόπο να τεκμηριώσει τη μια ή την άλλη λύση. Για άλλη μια φορά όμως ξαφνιάστηκα.

Για εκείνον τα πράγματα πλέον ήταν ξεκάθαρα. Ο ίδιος δεν ήθελε να είναι ούτε αιτία ούτε αφορμή, δεν ήθελε να πάρει κανέναν από τους δύο ρόλους. Ήταν προφανές στη δική του σκέψη ότι αν κάποιος θέλει να βγει από μια σχέση ακούγεται το λιγότερο ως δικαιολογία να ψάχνει εξιλαστήριο θύμα ή κάποιον να του φορτώσει τυχόν ενοχές, να ψάχνει μια αφορμή. Δέχεται ότι δεν μπορούν όλοι να αποφασίζουν επιλέγοντας μαύρο ή άσπρο, όλα ή τίποτα αλλά ο ίδιος έδειχνε χαρούμενος με την επιλογή του να σταματήσει να μπλέκει σε τέτοια αδιέξοδα. Καμία διάθεση να γίνεται η αιτία, διαιρέτης. Σκληρό αλλά δεν ήταν πια διαθέσιμος για ανθρώπους που έχουν «εκκρεμότητες».

Μόνο που δεν έμεινε στην απόρριψη των δύο ρόλων. Ξέροντας ότι ακόμα και αν καταφέρεις να παραμείνεις ο ίδιος στην εξίσωση μετά την διαίρεση το πιθανότερο είναι να αποτελέσεις μια ενδιάμεση κατάσταση. Γιατί τελικά ο καθένας μας αυτό που αναζητεί δεν είναι να αποτελεί μέρος μια εξίσωσης, να εξαρτάται από κάποιον άλλο παράγοντα. Όλοι μας έχουμε ανάγκη να αυτοπροσδιοριζόμαστε, όχι να μας ορίζει μια συνθήκη ή ένας άγνωστος Χ. Όταν νιώσεις δυνατός και μπορείς να σταθείς χωρίς συν ή πλην και το ίσον είσαι εσύ ο ίδιος, τότε μόνο θα μπορείς να πας πιο πέρα. Εκεί που το ίσον θα είναι ο σύντροφός σου, χωρίς καμία άλλη συνθήκη.

Σε μια εξίσωση υπάρχουν κανόνες, πρέπει και ένα αποτέλεσμα συγκεκριμένο. Στη ζωή του αυτά τα πρέπει δεν είχαν χώρο πλέον, το αποτέλεσμα κάθε μέρας που περνά είναι διαφορετικό και εκεί κρύβεται η μαγεία. Και στο τέλος ο εγωισμός που του έμεινε, εκείνος που επέβαλε να μη δέχεται συμβιβασμό, πρόσταζε να είναι αιτία και αφορμή για όλα όσα συμβαίνουν στο σύντροφό του, και το αντίστροφο.

Αιτία για το χαμόγελό του. Αφορμή για μια εκδρομή.

Αφορμή να λέει το σ’ αγαπώ. Αιτία να αγαπά!

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Γράμμα δίχως παραλήπτη.

Non receiver Letter

"Είναι μεγάλη τέχνη να χάνεις το χρόνο σου"
(Μ.Καραγάτσης)

Διακοπές. Ξεκίνησα ένα βιβλίο μετά από καιρό, δεν ήθελα πια να χάνω το χρόνο μου μετρώντας βότσαλα στην παραλία. Βότσαλο και λεπτό χαμένο. Κάθε λεπτό απ' αυτά ζωής φύρα. Σε αυτό λοιπόν το βιβλίο αναγραφόταν η παραπάνω φράση. Προφανώς ο "θεός των βιβλίων" με έβαλε σε πειρασμό να το αφήσω μισό αφού θα μπορούσα πλέον να θεωρώ τον εαυτό μου καλλιτέχνη.

Καλοκαίρι. Κορμιά χαμαιλέοντες. Στην πρώτη επαφή με τη θάλασσα λευκά θα κρυφτούν στη λευκή άφρη της θάλασσας. Δυο μέρες μετά, κοκκινόχωμα και θάμνοι ηλιοκαμένοι, πορφυρόξανθοι λόφοι θα τα κρύψουν αναψοκοκκινισμένα σαν τους διαβαίνουν. Σε μια βδομάδα μελαχρινά, πόθο αναβλύζουν στους νυχτερινούς περιπάτους καθώς ένα γίνονται με το γλυκό σκοτάδι.

Μεγάλωσα για να πιστεύω πλέον σε έρωτες και αγάπες καλοκαιρινές, σκέψεις σχεδόν παιδικές. Μεγάλωσα όμως αρκετά για να καταλάβω πως τον καιρό μου έχασα  μένοντας ακίνητος φοβούμενος τη ντροπή που ίσως νιώσω αν γίνω και πάλι λίγο παιδί. Ένα παιδί που αψηφά τους κινδύνους που εγκυμονεί η έκθεση των συναισθημάτων και η ντροπή της απόρριψης, ίσως και η χλεύη αυτών που νιώθει. 

Ακίνητος από σήμερα δε μπορώ να μένω. Δεν θέλω. Λόγοι πολλοί και μία αΚαταμάχητη επιθυμία να μην αφήνω το χρόνο να γλιστρά χωρίς τουλάχιστον να προσπαθώ να τον παγιδεύσω σε μια ανάμνηση. 

Σχόλη να' ταν ο χρόνος όλος. Μα δεν είναι και να που ο χρόνος τύραννος δεν αφήνει περιθώρια για κινήσεις μετρημένες, στοιχισμένες και κουβέντες προσεχτικά ειπωμένες μήπως και οι πιθανότητες να συναντήσω ένα χαμαιλέοντα γίνουν περισσότερες. Έναν που όσο και αν μασκαρευτεί πάντα στα μάτια μου θα ξεχωρίζει αφού η ομορφιά του δε θα έχει ταίριασμα όπου και αν περπατάει.

Γύρευα τα βράδια μια μορφή που θα ξεπρόβαλε στις καλοκαιρινές εξόδους ανάμεσα σε παρουσίες αδιάφορες όπως προβάλουν τα βαπόρια στων νησιών τα μικρά λιμάνια, ένα βαπόρι λαμπιοστολισμένο με μια μονάχα θέση επιβάτη. Μορφή που ίσως μου έδινε μια σκέψη άσβεστη την ώρα που θα έπεφτα να ξεκουράσω μάτια και ψυχή, συντροφιά μέχρι το πρωί. Σαγηνεύτηκα μα δε σε σαγήνεψα. 

Κάποιος απροσδιόριστος θεός διάλεξε άλλο μονοπάτι να περπατήσω. 

Μέρα μεσημέρι ξεπρόβαλε και όχι βράδυ. Λιτή μορφή χωρίς στολίδια. Στάθηκα για να περάσει. Χαμόγελο και ένα νεύμα ευγενικό αρκούν όταν το κορμί σου στην καυτή λαμαρίνα του αμαξιού ξεβράζει κάθε ελπίδα έρωτα.

Οξύμωρο. Μια στιγμή ακινησίας ώθηση για να νικήσω την καθηλωτική δειλία ανθρώπου που φυλακίζει αισθήματα σε σφραγισμένα χείλη. 


Ποθώ να σε δω ξανά. 

"Τα παραπάνω λέξεις σε χαρτί μακάρι να ήτανε γραμμένες. Μορφές του πόθου χαμαιλέοντες, αλλάξανε και γίνηκαν χίμαιρες. Καλοκαίρια που μένουμε βουβοί. Αγάπες που αφήσαμε να μπουν στο πλοίο χωρίς ξεπροβόδισμα..."

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Ας "πεθαίνω" κάθε φορά που ερωτεύομαι...

 Never mind die every time falling in Love

Έχεις ερωτευτεί ποτέ λογικό άνθρωπο;

Έχεις ποτέ αγαπήσει τρελό;

Αδιέξοδα. Τι μηχανεύεται ο έρωτας μπροστά σε ένα τοίχος συναισθημάτων και τι επικαλείται ο νους απέναντι σε μια πέραν της λογικής έλξη;

Παραδόθηκα, παραδόθηκα και στα δυο. Καταδίκη.

Τραγικό συναίσθημα ο έρωτας ένας φίλος μου είπε κάποτε. Νομοτέλεια ή αξίωμα;

Είναι όντως αυτή η ανθρώπινη φύση και το παίρνεις απλώς απόφαση ή αρνείσαι να ζήσεις βασισμένος σε μια παραδοχή;

Τραγικό να ζεις μονάχα με τα προστάγματα της λογικής.

Γινήκαμε οι άνθρωποι σκληροί, πανοπλία στο συναίσθημα, άτρωτοι στον έρωτα. Δεν μας αγγίζει άρα δεν μας πονά.

Πάντα όμως θα υπάρχει μια φτέρνα και αν είναι έτσι προτιμώ γυμνός χίλια βέλη να με τρυπούν και ξανά να σηκώνομαι, ξανά να αισθάνομαι.

Και η λύτρωση πότε θα έρθει; Εκείνη η τελευταία φορά που δε θα μετανιώσεις που αφέθηκες.
Ίσως ποτέ. 

Έτσι όμως αποφάσισες να ζήσεις. Προτιμάς να παραδοθείς στο πάθος σου. Καμιά αμαρτία. Αμαρτία να το πνίξεις, να κατευνάσεις τον πόθο σου, ευνουχισμός.

Πάλι μόνος θα μείνεις και πάλι το συμβιβασμό θα σκεφτείς. Μια λύση λογική, μια λύση βολική. Να μην πονάς πια.

Και θα περάσει ο καιρός και εγκλωβισμένος θα νιώσεις, να σε συνθλίβει η ίδια σου η επιλογή. Συμβιβάστηκες.

Κατάφερες και ξέφυγες και πάλι ανάσανες. Μέχρι πότε;

Τελειώνει ο χρόνος και είναι αυτή η γαμημένη η “ρετσινιά” που γυροφέρνει τη σκέψη μου, λες και είναι κοινωνική αναπηρία να είσαι μόνος σου.

Άλικο γράμμα σε μια κοινωνία που ακόμα ζητά να μάθει για τη “Γιώργαινα”, την κυρία του κυρίου. Ιδιοκτησιακός τίτλος. Σκατά ισότητα.

Μια ομοφοβική κοινωνία, Καιάδας συναισθημάτων για τους άντρες που δηλώνουν ερωτευμένοι.

Και αν είμαι μόνος δε με ρώτησε ποτέ κανένας το γιατί.

Δεν με ρώτησαν αν ερωτεύτηκα ποτέ τη λογική μου. Αν αγάπησα την τρέλα μου.



Ίσως να μην το κάνω ποτέ. Έτσι αποφάσισα όμως να ζω και ας πεθαίνω κάθε φορά που ερωτεύομαι!

Δημοφιλή

Μια σκέψη έντονη...

Συγνώμη και Ευχαριστώ!

Νομοτελειακά όσο μεγαλώνεις δυσκολεύεσαι να αλλάξεις νοοτροπία στο πως αντιμετωπίζεις μικρές και μεγάλες καταστάσεις στη ζωή. ...