A Stranger's Thoughts : ζωή
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ζωή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ζωή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

Η Αισιοδοξία της Ασημαντότητας


Υπάρχει άραγε, οδηγός αισιοδοξίας;

Συμβουλές για το πώς να είμαστε αισιόδοξοι έχουμε ακούσει όλοι μας μια Κυριακή μεσημέρι από κάποιον φίλο. Oι συμβουλές όμως, σαν τα αρώματα, μυρίζουν διαφορετικά σε κάθε επιδερμίδα. Στα σκατά επίσης, δε μυρίζουν καθόλου. Τι να τις κάνεις λοιπόν τις συμβουλές αν η ζωή σου είναι σκατά;

Είναι η δεύτερη φορά που προσπαθώ να γράψω δυο λέξεις για την αισιοδοξία και η αλήθεια είναι ότι η σκέψη μου, αν και από άλλο μονοπάτι, καταλήγει ξανά στο θάνατο.

Την πρώτη φορά απέφυγα να βρω μια ευθεία απάντηση στο πως μπορώ να είμαι αισιόδοξος. Ξεκινώντας το συλλογισμό μου από το ότι ο θάνατος είναι η μόνη σταθερά στη ζωή μας, απλώς πέρασα τις λέξεις ένα ευχάριστο τυρκουάζ μανό. Κράτησε μονάχα μερικά εικοσιτετράωρα. Σε γενικές γραμμές, το νόημα ήταν, πως γνωρίζοντας ότι η ζωή θα τελειώσει κάποια στιγμή ας τη ζήσουμε ο καθένας με τον τρόπο του. Ας τη ζήσει ο καθένας όπως επιτάσσει ο προσωπικός του οδηγός ευτυχίας.

Στην προσπάθεια μου αυτή να ζήσω δηλαδή τη ζωή μου σύμφωνα με τα δικά μου θέλω, ύψωσα  για λάβαρο στην επανάσταση της καθημερινότητάς μου την φράση "στα αρχίδια μου". Ξεκίνησα λοιπόν να γράφω εκεί όλα όσα με ενοχλούσαν και με στρέσαραν. Τους μαλάκες στη δουλειά, τους μαλάκες στον δρόμο, τους  μαλάκες στις ουρές και φυσικά τον μαλάκα εαυτό μου και όσες μαλακίες έχω κάνει και νιώθω τύψεις. Έγραψα τελικά, τις τύψεις μου τις ίδιες.

Μετά από πολύ γράψιμο, ακατάσχετη βωμολοχία και απόλυτη αδιαφορία για το αγαπημένο είδος του μαλάκα, μπορώ να πω ότι ένιωσα αρκετά πιο ελαφρύς. Μα στο μεταξύ οι λέξεις ξέβαψαν και οι λέξεις γυμνές, πονάνε.

Πονάνε κυρίως,  δυστυχώς, όταν τις ξεστομίζεις ο ίδιος.

Γράφοντας κόσμο και κοσμάκη έφτασα στο άλλο άκρο. Εγωιστής και επιπόλαιος ξεκίνησα να ξαμολάω κουβέντες, απερίσκεπτα, χωρίς πολλές φορές αίσθηση αν πληγώνω κάποιον. Συνειδητοποίηση και αδιέξοδο. Μια από τα ίδια και νέα αναζήτηση αισιοδοξίας.

Άσχημο να φτάνεις στο άλλο άκρο αλλά όταν πια ξεκινήσεις την επιστροφή είναι αρκετά πιθανό να πέσεις επάνω σε αυτό που αρχικώς αναζητούσες. Δε είναι όμως πως βρήκα τον τρόπο να είμαι αισιόδοξος. Μου αρκούσε να καταλάβω πως τελικά ο εγωισμός μου με έκανε απαισιόδοξο.

Δεν μιλώ για  τον εγωισμό που σε πιάνει γιατί σε έχωσε ένας μαλάκας στη δουλειά. Ούτε για τον εγωισμό που σε ανάβει γιατί κάποιος σε έκλεισε στο δρόμο. Ούτε καν όταν σου παίρνουν τη θέση σου στην ουρά.  Είναι ο εγωισμός του να θεωρούμε τους εαυτούς μας αρκετά σημαντικούς σε αυτό τον κόσμο.

Ένας στα έξι δις αυτού του κόσμου είμαι απλώς σαν ένα μυρμήγκι στο μπαρ δίπλα στο ποτό μου. Ίσως αυτό να είναι και πιο σημαντικό ως συντροφιά. Και η ζωή μου, είναι ή δεν είναι σκατά, όταν θα τελειώσει, δύο το πολύ γενιές ανθρώπων, του στενού οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντός μου, θα κλάψουν. Οι υπόλοιποι δε θα καταλάβουν τίποτα.

Όταν λοιπόν συνειδητοποιήσουμε πως ο θάνατός μας δε θα σταματήσει την κίνηση της γης, τότε μάλλον θα καταλάβουμε ότι κάποια πράγματα είναι πραγματικά ασήμαντα για να σκάμε. Οι ίδιοι είμαστε ένα μικρό τίποτα για να λογίζεται μια θέση σε μια ούρα αρκετά σημαντική.

Η ζωή μας τελικά είναι πολύ μικρή και ασήμαντη για να είμαστε απαισιόδοξοι.  

Ας τη ζήσουμε, απλώς.

 

Photo: Thanasis Xenos

Αρχική δημοσίευση: https://cignialo.gr/i-aisiodoksia-tis-asimantotitas/

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Νοσταλγία


Πόσους Θανάτους άραγε ζούμε

Και πόσες Ζωές θανατώνουμε

Γυρεύοντας μιαν αγάπη να νοσταλγήσουμε

Έστω μικρή


Αυτή που ανταμώσαμε 

Με θάνατο στο ζύγι ίση βγαίνει

Αυτή που λαχταρίσαμε 

Χαμόγελο, ένα, γέννησε πικρό


Και αν η ζωή είναι τρανή 

Ο έρως την έκανε χτικιό

Σαν να’ ναι γλέντι παντοτινό 

Μη γιορτινό 


Μισή αγάπη μου είπες ζούμε 

Όχι από πάθος μισερό 

Είναι που η σκέψη, τον έρωτα κάνει ζοφερό 

Κατάρα· ο έρως είναι τελικά, που πάντα νοσταλγούμε 



Photo: Thanasis Xenos

Αρχική δημοσίευση: https://cignialo.gr/nostalgia/




Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Το Τούνελ που ήξερε να μιλάει

 

Το Τούνελ που ήξερε να μιλάει
Do you ever get the feeling that you are missing the mark?

Μια φορά και έναν καιρό και δύο στιγμές πιο πέρα, ήταν ένα Τούνελ πολύ πολύ ξεχωριστό. Δεν ήταν μεγάλο, ούτε ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής ή κατασκευαστικής ομορφιάς και χάρης. Γύρω του είχε δέντρα αμέτρητα και θάμνους καταπράσινους μα αυτό όντας από τσιμέντο, ξένο φάνταζε ανάμεσα στης γης τα χώματα και τα χορτάρια. Η αλήθεια όμως ήταν πολύ διαφορετική.

Μικρό όπως ήταν, την μέρα οι ακτίνες του ήλιου έφταναν να ζεσταίνουν το εσωτερικό του και το βράδυ όταν όλα ήταν σκοτεινά το φεγγάρι το γέμιζε με φως. Σαν φυσούσε δε, η δροσιά της φύσης και οι μυρωδιές των λουλουδιών πλημύριζαν τα λίγα μέτρα του, σπιθαμή προς σπιθαμή. Μπορεί ακόμα κάποιος να προσθέσει πως ήταν γενικά ένα ήσυχο πέρασμα για λίγα αμάξια και πολύ λιγότερους πεζούς. Το Τούνελ αυτό όμως ήταν μοναδικό γιατί ήξερε να μιλάει!

Συνήθιζε να μιλάει κυρίως στα παιδιά χωρίς όμως να ξεχωρίζει τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Ίσως αυτό συνέβαινε διότι τα παιδιά ήταν τα ίδια πιο ανοιχτά και πρόθημα στο να συνομιλήσουν μαζί του παρά οι μεγαλύτεροι.  Ήταν όμως ντροπαλό και δεν άνοιγε την κουβέντα ποτέ πρώτο εκείνο αλλά περίμενε πάντα τους άλλους να μιλήσουν και μετά να απαντήσει.

Αν πάλι πέρναγε κάποιο αμάξι ή μηχανή κάνοντας φασαρία, γκρίνιαζε γιατί του χαλούσαν την ησυχία. Αν όμως περιδιαβαίνανε παρέες με γέλια και φωνές χαράς διασκέδαζε μαζί τους και με τις δικές του φωνές μπορούσε να τρομάξει όλα τα πουλιά στα δέντρα γύρω του και αυτά με τη δική τους σειρά κελαηδούσαν δυνατά, δημιουργώντας μια πανδαισία ήχων.

Τα πρώτα χρόνια ήταν πάντα πολύ ενεργό στις συζητήσεις και πρόθυμο να ακούσει όλους τους άλλους. Ήταν καλός ακροατής και ενθάρρυνε όλο τον κόσμο να μιλάει και να λέει τις σκέψεις του και πολύ περισσότερο τα σχέδια και τα όνειρά τους. Επίσης ήξερε πως καμία φορά, όσο παράξενο και αν φαίνεται, το μόνο που χρειαζόντουσαν οι συνομιλητές του ήταν απλώς να φωνάξουν και να βγάλουν από μέσα τους μια μόνο κραυγή που θα τους απελευθέρωνε από τις αναστολές τους και θα τους έδινε ώθηση να συνεχίσουν να μιλάνε και να κυνηγούν τα όνειρά τους.

Καθώς τσουλούσε όμως ο καιρός, όσοι στο διάβα τους το έβρισκαν, όλο και λιγότερο του μιλούσαν, άλλοτε όντας βιαστικοί και άλλοτε στις σκέψεις τους πνιγμένοι και βουβοί. Μέρα με την μέρα, μικροί και μεγάλοι, σταμάτησαν να επικοινωνούν με το Τούνελ και όταν πια κανένας περαστικός μαζί του δε μιλούσε θαρρείς πως μαζί σταμάτησαν ο ήλιος τα πρωινά να το ζεσταίνει και το φεγγάρι τα βράδια να το φωτίζει. Γκρίζο και σιωπηλό έστεκε μονάχο μεταξύ των δέντρων και τα πουλιά έπαψαν και αυτά φωλιές να φτιάχνουν στον ουρανό του. Το μόνο που ακουγόταν πλέον ήταν ο κρύος αέρας που σφύριζε στα μέσα του, στιφός σαν το γευόσουν, αποπνικτικός σαν τον μύριζες.

Τα χρόνια λοιπόν περνούσαν και το Τούνελ έστεκε τώρα αμίλητο, αφουγκραζόταν μονάχα την εκκωφαντική σιωπή των ανθρώπων, όχι αυτήν που τα χείλη κρατούσαν σφιχτά μα τη σιωπή των σκέψεων, την απώλεια ονείρων, το διάβα από το σήμερα στο αύριο χωρίς κουράγιο, χωρίς αισιοδοξία.    

Μια τυχαία μέρα, μπόρα έπιασε τρομερή και δυο πιτσιρικάδες με τα ποδήλατά τους καταφύγιο βρήκαν στο Τούνελ από κάτω, μέχρι η βροχή να σταματήσει.

 

-       Ξέρεις, ο ένας είπε στον άλλο, το Τούνελ αυτό κάποτε ήξερε να μιλάει.

-       Μην είσαι κουτός, ο άλλος αποκρίθηκε.

-       Αλήθεια σου λέω, υπάρχουν ιστορίες πολλές που αυτό μαρτυράνε.

-       Μα δεν γίνεται, τα τούνελ δε μιλάνε.

-       Κάτσε να δεις και θα στο αποδείξω. 

Βάζει λοιπόν χωρίς δεύτερη σκέψη μια φωνή και με όλη του τη δύναμη ξεστομίζει «Μ’ ακούς;». Ξάφνου ακούστηκε το Τούνελ να λέει και αυτό «Μ’ ακούς;»

-      Είδες; Απάντησε.

-      Μα είσαι πραγματικά ανόητος. Αυτό δεν ήταν το Τούνελ που μιλούσε, ήταν απλά ο αντίλαλός της φωνής σου.

-      Θέλω να γίνω αστροναύτης φώναξε ξανά ο άλλος χωρίς να χάνει την αισιοδοξία του και το Τούνελ ακούστηκε να λέει και αυτό, θέλω να γίνω αστροναύτης.

-      Μα γιατί επιμένεις;

-      Θέλω να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο φώναξε αυτή τη φορά… θέλω να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο.

-      Άμα συνεχίσεις μέσα στη βροχή θα φύγω και μόνο θα σε αφήσω, τι δεν καταλαβαίνεις; Αντίλαλος είναι.

-      Μήπως χάνεις το νόημα;

-      Τι εννοείς;

-     Άκου, δεν είναι αντίλαλος. Το Τούνελ μιλάει και επαναλαμβάνει τις δικές μας κουβέντες. Τις επαναλαμβάνει και κύματα τις κάνει στον αέρα, κάθε φορά που εδώ θα επιστρέφουμε ξανά να τις ακούμε, να μη ξεχάσουμε ποτέ αυτά που ονειρευτήκαμε να γίνουμε, αυτά που σαν παιδιά φωνάζουμε πως θέλουμε να ζήσουμε. Είναι όλα όσα θέλουμε να βρούμε στην άλλη άκρη όταν φτάσουμε.

Όταν η βροχή πια σταμάτησε οι πιτσιρικάδες έφυγαν τρεχάλα στα ποδήλατά τους επάνω. Το βραδινό φως του φεγγαριού πέφτοντας στις στάλες της βροχής που είχανε σωθεί στις άκρες του Τούνελ, χάρισε ξανά τη χαμένη του ζωντάνια. Από την επόμενη κιόλας μέρα ξεκίνησε και πάλι να μιλάει και έζησε αυτό καλά, εμείς καλύτερα για δύο στιγμές και τρία όνειρα θα κάνουμε να πάμε παραπέρα.


Photo credits: Γρηγόρης Ξένος - Greg Xenos

Graffiti artist: Unknown 


Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Μετρώντας λάθος τη ζωή



«Πόσο να διαρκεί πραγματικά η ζωή;
Στο ξέφτισμα από το φως της λάμπας που έσβησες
θα προλάβεις να μετρήσεις τις κορυφές του βολφραμίου
ή θα πεθάνεις μετρώντας

Χαραμίζουμε τη ζωή μετρώντας λάθος πράγματα.

Έτσι και εγώ μέτραγα τις λέξεις μου και δεν έκανα φίλους, μόνο γνωστούς.

Δεν είναι εύκολο να είσαι αρεστός σε όλους μα δυστυχώς τα έχω καταφέρει αρκετά καλά. Πλέον, κάθε βράδυ καταριέμαι που δεν έβριζα περισσότερο τους ψεύτες και τους υποκριτές. Αυστηρός με τον εαυτό μου ήμουν, στα λάθη μου μόνο έβριζα και να που δεν είμαι πια αρεστός σ' αυτόν που στον καθρέφτη με κοιτάζει.

Πόσο λάθος να μετράς τα λάθη σου;

Απογοήτευση μόνιμη λες και γεννήθηκα για να αποδεικνύω κάθε μέρα πως οι άνθρωποι είναι καλοί. Μόνο χθες, σε τέσσερις ώρες μέσα, μέτρησα στο δρόμο δεκαεπτά κακούς και πέντε μαλάκες. Είκοσι δύο στο σύνολο σκέφτηκα αμέσως... πάλι έχασα.

Αποφάσισα να μείνω μόνος σε ένα στενό που δεν περνάνε άνθρωποι πολλοί. 
Να μην μπαίνω έτσι στον πειρασμό να τους μετρώ και να τους παίρνω μέτρα. Κουβέντα να μην αλλάζω με κανένα για να μην έχω να αποδείξω σε κάποιον την καλημέρα. 
Παρά ταύτα η αποϊδρυματοποίηση από την οικογένεια κρατά παραπάνω από την πρώτη μου χυλόπιτα. 
Εκλιπόντας παρακείμενος διαρκείας, μακρόσυρτη άρνηση που αρνείται να σκάσει πάνω σε μια κατάφαση, έστω και βίαια να σταματήσει να με στιγματίζει το γεγονός πως ήμουν τρόφιμος.

Πρέζα Κυριακάτικη ακόμα γυρεύω και σε τάπερ την βάζω κάβα για την βδομάδα που έρχεται.

Αν καταφέρω καμία Κυριακή να ξεφύγω θα είναι στο γήπεδο. 
Γλυκός και συμπαθής με τους ηλιόσπορους στο χέρι μα συμπαθάτε με, ρομαντισμό μόνο στις ήττες τις ομάδας μου βρίσκω πια, ρουφώντας μπάφο και καπνογόνα και τρώγοντας "βρώμικο" απ' έξω. Τουλάχιστον ξεχνώ για λίγο τις δικές μου ήττες.

Και από τις ήττες η πιο μεγάλη εκείνη πως πριν τα σαράντα μου νιώθω πως γέρασα αφού οι γέροι συνήθως είναι καλοσυνάτοι και σου λένε παραμύθια. 
Καλοσυνάτος από τα γεννοφάσκια μου λοιπόν παραμυθιάζομαι πως με λίγη ευγένεια παραπάνω θα κάνω τους κακούς από δεκαεπτά, δεκάξι.

Με ευγένεια με κάρφωσαν εντέλει. 
Συγκατάβαση κατακόρυφα και υποχωρητικότητα οριζοντίως. 
Σταυρό τις έκανα μα λύτρωση δεν είδα. 
Και αντί με αγκαλιά να βρέξουν το σφουγγάρι απλώς την πλάτη μου σκουντήξανε.

Μετά ήρθε για εμένα ο Γολγοθάς μα τα σημάδια μου δεν ήταν εμφανή και ποιος να με πιστέψει. 
Τον τελευταίο καιρό, στα μπαρ σαν πίνω μόνος μου, μονάχα άπιστα γκαρσόνια με σερβίρουν που ούτε και αυτά πιστεύουν πως σκέτο πίνω το ποτό μου και πως δεν έχω φίλους, μόνο γνωστούς
.
Τουλάχιστον μέτρησα σωστά τα ρέστα και είμαι σίγουρος πως άλλο αδερφό δεν έχω.



Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικώς στη σελίδα "σινιάλο" στον παρακάτω σύνδεσμο: https://cignialo.gr/metrontas-lathos-ti-zoi/

Photo credits: Γρηγόρης Ξένος - Greg Xenos

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Γιατί ξεχάσαμε να ζούμε;


Γιατί ξεχάσαμε να ζούμε


Κάθε γουλιά από τον πρωινό καφέ, μια διαδρομή μας φέρνει στο νου, από εκείνες που κάναμε παλιά. Σπιθαμή προς σπιθαμή τον τόπο ετούτο γυρίσαμε. Σε κάθε εκδρομή, τοπία αντικρίζαμε που έκλεβαν τη λαλιά μας. Ένα ταξίδι ήταν η ζωή μας, μόνιμο· όμορφο.

Θάλασσες μακρινές ανακαλύπταμε και την αλμύρα τους δρέπαμε ταΐζοντας τα κορμιά μας. Δεν σταματούσες θυμάμαι να ζητάς φιλιά από αλάτι γεμάτα. Και σαν ο ήλιος έπεφτε στους γυάλινους κόκκους της άμμου που έμεναν στα μαλλιά μας, όψη αιώνια μας χάριζε, αγάλματα σμιλεμένα από αγάπη.

Και όταν οι ακτίνες του αντάμωναν ανέμους απαλούς, ζωγράφιζαν με ασημένια και γαλάζια χρώματα τους ατέλειωτους ελαιώνες που συναντούσαμε. Τα φύλλα και οι καρποί, κύμα σχημάτιζαν στεριανό και με το δάχτυλο το πέραν έψαχνες να δείξεις.

Ερχόταν και η σειρά μου να σου δείξω, κορυφές απάτητες, θυμάρι ποτισμένες.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, κόκκινο χώμα και πέτρες πίσω αφήναμε και πάντα σε ρωτούσα,
«Τρελέ που με πηγαίνεις; Ο κόσμος θα πει πως σάλεψες!»
Και όταν τον ουρανό σχεδόν αγγίζαμε, το χέρι μου κρατούσες.
Τη θέα πρόσταζες να δω και τότε αποκρινόσουν,
«Από εδώ επάνω, ο κόσμος όλος είναι δικό σου».

Σαν πύρωνε ο δρόμος της κατάβασης, πηγές που έβγαζαν βάλσαμο έβρισκες, το στόμα μου να βρέξω. Μα δε σταμάταγες να με φροντίζεις, φραγκόσυκα και φρούτα αδέσποτα στην μπλούζα σου έβαζες και με τρατάριζες. Πάντα με την ίδια λάμψη στα μάτια, πάντα με ένα γλυκό χαμόγελο. Σαν παιδί έκανες σαν έτρεχες μέσα σε εκείνες τις μπανανιές και ύστερα σε εκείνη τη φυτεία με τα καλαμπόκια που σε κάστρο Ιπποτικό κατέληγε. Χατίρια ποτέ δε μου χάλασες. Αυτά όριζες ως τιμή που έπρεπε να υπερασπιστείς.

Και ήταν φορές πολλές που σου ζητούσα μια στάση μικρή να κάνουμε, να απλώσουμε τα χέρια μας σε πράσινα και κίτρινα λιβάδια, τα σωθικά μας να γεμίσουμε με αρώματα της φύσης. Στο γύρισμα του κεφαλιού, χρόνο έβρισκες περίσσιο, λουλούδια κάθε λογής να μου προσφέρεις.

Σε ξωκλήσια λευκά, με γαλάζιους τρούλους, σε μακρινά νησιά, λουκούμια με γαρύφαλλο μας φίλεψαν. Και σε μοναστήρια πέτρινα, με καμπαναριά επιβλητικά, σε άγρια βουνά, με γλυκό τριαντάφυλλο μας γλυκάνανε.

Σε ίσκιο από πλατάνια ξαποστάσαμε όταν ο δρόμος μας ήταν μακρής και σε εκείνον από φοινικιές δροσίσαμε τον πόθο μας. Τα όνειρά μας όμως, ποτέ δε τα σκεπάσαμε, τα αστέρια καρτερικά περιμέναμε κάθε βράδυ να τα φωτίσουν.

Τη χορτάσαμε τη ζωή μας πότε με μέλι από έλατο και πότε από ανθούς. Με μυρωδιές τη ντύσαμε, που άλλοτε έφερνε ο Ζέφυρος και άλλοτε ο Απηλιώτης. Χορέψαμε στους χτύπους από τις στάλες της βροχής και στο τραγούδι των ηλιοκαμένων τζιτζικιών. Τη χορτάσαμε τη ζωή μας.

Για πες μου όμως τώρα που σώθηκε ο καφές.

Γιατί ξεχάσαμε να ζούμε;




Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικώς στη σελίδα "σινιάλο" στον παρακάτω σύνδεσμο:

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Ζώντας τη Ζωή που ονειρεύτηκες

Living the life you dreamed about


Δεν πειράζει που δεν έκανες αυτό που ονειρεύτηκες, φτάνει που κούμπωσες καλά στη ζωή που ράφτηκε για εσένα.

Στον πρώτο εφιάλτη που είχες δει, πείστηκες με τη βία της λογικής πως αυτό θα είναι το μονοπάτι που θέλεις να διαλέξεις αντί τους φόβους σου να αγκαλιάσεις. Δε βρήκες τότε συμπαραστάτες, ούτε το θάρρος να τους αποδεχτείς και να τους αντιμετωπίσεις. Στο τέλος σε τύλιξαν οι ίδιοι σου οι φόβοι ωσότου απαρνήθηκες αυτό που λαχταρούσες να γίνεις. Στριφογυρνάς και πετάγεσαι τα βράδια στον ύπνο σου, αδύναμη να αντιδράσεις. Τα όνειρα σου λησμόνησες και ξέχασες πως είναι να αγναντεύεις το πέλαγο της ζωής, το τώρα σταμάτησε να έχει αξία, σταμάτησε να υπάρχει, εξαϋλώθηκε όπως ο έρωτας όταν αναδεύεται με τον εγωισμό.

Περνούν τα σαββατοκύριακα σου βουβά και εσύ αναζητάς λίγες στιγμές ελευθερίας, μια βόλτα κρυφή σε μέρη που δίσταζες να πας, μια μπουκιά υπερβολικά αλατισμένου φαγητού σε ένα άδειο τραπέζι και μισό κιλό στιφό κόκκινο κρασί για να μουδιάσει η γλώσσα και το μυαλό να μεθύσει από σκέψεις απαγορευμένες, που από καιρό είχες καλά κλειδώσει σε συρτάρια μουχλιασμένα. Και όταν το μυαλό μεθύσει ξέρεις πως οι σκέψεις σου αυτές θα απλωθούν σε κάθε σπιθαμή της ξεχασμένης ύπαρξης σου και η γλώσσα θα λυθεί με τη σειρά της. Και αν για τρελή σε περάσουν που κάθεσαι μονάχη στο τραπέζι, ποτέ τους δε θα καταλάβουν πως μόνη ταξιδεύεις όχι γιατί σε απέρριψαν αλλά γιατί εσύ αποστράφηκες την αφέλεια της λογικής τους. Και από αυτά σου τα ταξίδια πιο ώριμη επέστρεψες. Δεν ήταν που έπρεπε μόνη να αποφασίζεις αλλά γιατί μονάχη με τον εαυτό σου έπρεπε να ζήσεις και να τον ορίσεις χωρίς σημεία αναφοράς, χωρίς την αλλοίωση του από τα θέλω των άλλων.

Ήταν μεσημέρι καθημερινής, σε έναν καφενέ στο Μεταξουργείο, με λίγο ούζο και δυο μεζέδες, που μου είχες πει πως, πραγματικά ελεύθερη ένιωθες, μονάχα σε εκείνη την τελευταία στροφή της Κατεχάκη με φόρα όταν έμπαινες  λίγο πριν ξεκινήσει η κατάβαση για την Αθήνα. Το πόδι σου πατούσες με δύναμη στο γκάζι μα δεν είναι η ταχύτητα που σε παρέσερνε ούτε ο αέρας μπαίνοντας με ορμή από το ανοιχτό παράθυρο που σε μεθούσε.

Σαν να βουτάς σε τσιμεντένια θάλασσα αισθανόσουν, χωρίς όμως να σε καταπίνει η βουή της πόλης και η γκρίζα απαισιοδοξία της. Τα όνειρα σου σκεφτόσουν πως αντάμωναν για λίγο την αλήθεια σου. Λες και ξεγύμνωνε ο αέρας και η τραχύτητα της ασφάλτου τους φόβους σου, έξυναν από τη σκέψη σου σου, τσουχτερά μα λυτρωτικά τους φραγμούς της λογικής που γαλουχήθηκες και καθαρή από δισταγμούς παραδινόσουν στην πόλη για να ζεις μια ζωή από την αρχή, νέα, ολάκερη. Γέννηση και θάνατος σε κάθε ένα από τα στενά της που φευγαλέα χαρτογραφούσες σαν σε έπαιρνε η κατηφόρα. Και στην ευθεία μετά τη στροφή αυτή, τις πικροδάφνες που ταπεινά υποκλίνονται στη δεξιά μεριά του δρόμου, αντίκρυ στα κυπαρίσσια που χωρίζουν τα δύο ρεύματα, με χαμόγελο προσπερνούσες. Η ζωή σου όλη θαρρούσες, τούτης της ευθείας το διήγημα πως ήταν. Πίκρες και υποκλίσεις σε έναν καθημερινό θάνατο που τον αντικρίζεις όταν πια είναι πολύ αργά για να πατήσεις φρένο.

Στο πρώτο κόκκινο φανάρι που εντέλει συναντούσες, εκεί που η κατηφόρα πια είχε τελειώσει, τελειώνανε μαζί και όλες σου οι σκέψεις εκτός από μια. Αναμετρήθηκες με όλες τις λογικές εκείνες που σε ωθούσαν τόσα χρόνια παράλογα να καταλαγιάζεις αυτά που ένιωθες αλλά συνάμα είχες φτιάξει και μια ακόμα πιο σκληρή. Στον έρωτα, είχες πάρει απόφαση, πως πλέον δε θα πιστεύεις, πως είχε πεθάνει σε εκείνο το τελευταίο ραντεβού που είχες δώσει χωρίς μολύβι και χαρτί, με μια υπόσχεση μονάχα, μια ώρα και ένα μέρος. Μικρούς θανάτους είχες εξ’ άλλου ονομάσει και όσους έρωτες πίστευες πως είχες ζήσει.

Μα ήταν σε αυτό το τελευταίο σου ταξίδι, πάλι μόνη, που ήρθε η συνειδητοποίηση. Με τους φόβους σου για παρέα βρέθηκες να περπατάς για ακόμα μια φορά σε ξένα μονοπάτια. Δεν σε εντυπωσίασαν όμως ούτε οι μυρωδιές και οι άγνωστες γεύσεις, ούτε τοπία αλλούτερα παρά μονάχα η οικεία θέα ενός εφήβου με ένα τριαντάφυλλο στο χέρι και την ελπίδα στα μάτια. Εκείνη την οικουμενική ελπίδα και την άνευ όρων παράδοση σε αυτό που η λογική δε μπορεί να καλουπώσει.

Το τώρα έμαθες ξανά να ζεις και σταματημένη σε εκείνο το κόκκινο φανάρι στο τέλος της κατηφόρας, πλέον συλλογιέσαι πως δεν πειράζει που δεν έκανες αυτό που ονειρεύτηκες, φτάνει που κούμπωσες καλά στη ζωή που ράφτηκε για εσένα… μέχρι χθες.



Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Ένα καλοκαίρι με τον Καμύ - Μέρος 1ο


A summer along with Camus


"Έκλεισα τα παράθυρα και, γυρίζοντας στο δωμάτιο, είδα στον καθρέφτη μια άκρη του τραπεζιού όπου η λάμπα οινοπνεύματος γειτόνευε με κομμάτια ψωμιού. Σκέφτηκα πως άλλη μια Κυριακή πέρασε, πως τώρα η μαμά ήταν στον τάφο της, πως θα ξανάρχιζα τη δουλειά μου και πως τελικά δεν είχε αλλάξει τίποτα."

Αλμπέρ Καμύ - Ο Ξένος

Τα συναισθήματα που γεννά ο θάνατος, κάποια στιγμή, τα βιώνουμε όλοι μας. Αν δεν είναι κάποιος φυσικός θάνατος η αιτία, μπορεί να είναι μιαν απώλεια διαφορετική, ίσως και καθημερινή. Λόγου χάρη, μπορεί να είναι μια κακή μέρα στη δουλειά, μιαν άδικη συμπεριφορά στο λεωφορείο, ένας τσακωμός ή ένα χωρισμός.  Έτσι, αυτό που χάνουμε, έστω και προσωρινά, μπορεί να είναι η διάθεση μας, το αίσθημα δικαίου, την εκτίμησή μας για ένα άλλο πρόσωπο ή το ίδιο το πρόσωπο.

Οφείλουμε να επισημάνουμε πως, η απώλεια του καθενός και πως την αντιμετωπίζει είναι κάτι πολύ προσωπικό. Είναι άδικο να τσουβαλιάζουμε όλους τους "θανάτους" που ζούμε και να βάζουμε στο ζύγι το πότε κλάψαμε περισσότερο και γιατί. Στην τελική άλλος στο θάνατο γελά και άλλος κλαίει.

Από την άλλη, για τον καθένα μας έχει υπάρξει η στιγμή, που για κάποιο λόγο, έκλεισε τα πατζούρια και έμεινε συντροφιά με τη θλίψη του. Και πίσω από τα κλειστά παράθυρα, μια εικόνα θεατρική, μέσω της οποίας, όλοι μας ασυνείδητα ταυτιζόμαστε με τον ήρωα του Ξένου. Ένας καθρέφτης που αρνούμαστε πεισματικά να κοιτάξουμε, φοβούμενοι μήπως φτάσουμε βαθιά μέσα μας και αντικρίσουμε κάτι αποκρουστικό ή μιαν ενοχή πνικτική, για αυτά που δεν νιώθουμε. Ένα τραπέζι Κυριακάτικο, σύμβολο οικογενειακής γαλήνης, θλιβερό και αυτό όταν μένει αδειανό. Ψίχουλα μονάχα το στολίζουν ή λίγη ζάχαρη ή λίγος καφές , ψήγματα αναμνήσεων. Και μια λάμπα ή ένα κερί με φως τρεμάμενο που ταλαντεύεται στο παραμικρό αεράκι, όπως ταλαντεύονται οι σκέψεις μας στο παραμικρό συναίσθημα.  

Η ιστορία του Ξένου δεν έχει να κάνει με το θάνατο και την απώλεια. Όπως ο ίδιος ο Καμύ εξηγεί, "Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που δέχεται να πεθαίνει για την αλήθεια". Ένας αντιήρωας που μέχρι την τελευταία του στιγμή, ζει απαλλαγμένος από τα συναισθηματικά δεσμά του.

Αναζητώντας την δικής μας καθημερινή αλήθεια, είναι όντως τόσο εύκολο, απλώς να ξυπνήσουμε την επόμενη μιας απώλειας και να συνεχίσουμε να ζούμε όπως και πριν; Ή μήπως είναι το ιερό καθήκον μας προς τη ζωή και το συνάνθρωπό μας, να βρίσουμε τη δύναμη να προχωράμε; Ή μήπως, σε μια καθημερινότητα που δεν άλλαζε, ήμασταν τελικά οι ίδιοι νεκροί; Είχαμε απολέσει δηλαδή το δικαίωμα να ζούμε, βυθισμένοι στην επανάληψη και την ρουτίνα, άρα η ζωή και μετά την απώλεια, συνεχίζει όντως, να μην αλλάζει.

Πάντα θα υπάρχει λοιπόν ένα κίνητρο ή μια συνθήκη, που θα μας ωθεί ή θα μας αναγκάζει, να σηκωθούμε από το κρεβάτι, να πλυθούμε, να βάλουμε ρούχα καθαρά και να βγούμε έξω. Ακόμα όμως και αν καταφέρουμε να απαλλαγούμε από οποιαδήποτε συναισθηματικό βαρίδι, η απώλεια, το σίγουρο είναι πως, δε ξεχνιέται.

Μπορεί να την αντιμετωπίζουμε όσο ψυχρά θέλουμε αλλά σα γεγονός δε σβήνεται. Στις πιο απρόβλεπτες στιγμές, σε κάποια νέα εμπειρία ή σε κάποιο αντικείμενο από το παρελθόν θα έρχεται στο νου.

Και αφού θα είναι πάντα εκεί, ίσως θα έπρεπε, είτε από σεβασμό για αυτόν που έφυγε και για ό,τι ζήσαμε μαζί, είτε από την εμπειρία και τη σοφία που αποκτήσαμε από αυτά που χάσαμε, ίσως θα έπρεπε λοιπόν, όσο δύσκολο και αν είναι, να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε εμείς. Ίσως τότε τελικά, κάτι άλλαζε και στη ζωή μας.    

Τρίτη 7 Αυγούστου 2018

Για τις παλιές αγάπες να μιλάς.


For loves passed do talk


Το παραδέχομαι πως τα εφηβικά μου χρόνια πέρασαν λιώνοντας σε επανάληψη κασέτες με κομμάτια των Πυξ-Λαξ, τραγουδώντας για ανεκπλήρωτους έρωτες και εξυμνώντας αγάπες δυνατές.

Πέρασαν τα χρόνια, πέρασαν και μερικές «τελευταίες» επανενώσεις της αγαπημένης μας μπάντας και όπως με πολλά άλλα πράγματα στη ζωή, έρχεται η στιγμή που επαναπροσδιορίζεις και τα ακούσματά σου. Εάν όμως τύχει μετά από καιρό, να ακούσεις στο ράδιο κάποιο από εκείνα τα τραγούδια, με νοσταλγική διάθεση θα το σιγοτραγουδήσεις. Σαν τελειώσει το κομμάτι, καταλαβαίνεις ότι πλέον, είναι μάλλον δύσκολο να ταυτιστείς με αυτό που λένε οι στίχοι του. Κάπως έτσι έπιασα τον εαυτό μου προχθές να μουρμουρίζει «Για τις παλιές αγάπες μη μιλάς, στα πιο μεγάλα θέλω κάνουν πίσω…».

Παλιές αγάπες, χωρισμοί, μικροί συναισθηματικοί θάνατοι.

Όταν χωρίζουμε, διάφορα αντικείμενα μένουν παρακαταθήκη, να μας θυμίζουν τις στιγμές που μοιραστήκαμε με ανθρώπους που ζήσαμε μαζί. Κάρτες, δώρα, μπλούζες, ένα σορό υλικά ερεθίσματα να μας γυρίζουν πίσω.

Προσωπικά η δικιά μου ζωή έχει γεμίσει από οδοντόβουρτσες παρατημένες και άδεια τάπερ. Και εντάξει, τις οδοντόβουρτσες τις πέταξα αλλά τα τάπερ πάντα κάπου χρησιμεύουν.

Βάζοντας ότι απέμεινε σε κούτες, με απελπισία ψάχνουμε πολλές φορές να βρούμε το γιατί, βλακωδώς αναζητούμε τι έφταιξε και τι πήγε στραβά. Τις απαντήσεις συνήθως τις βρίσκουμε όταν τελικά σταματήσουμε να βλέπουμε μόνο τα θέλω μας και επιτέλους σκουπίσουμε την εγωιστική μύξα που κρέμεται από τη μύτη όταν τα κλάματα βάζουμε.

Στιγμές άσχημες, λάθη, τσακωμοί και γκρίνιες, όλα στο πρόγραμμα είναι όταν δυο άνθρωποι μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι. Δεν είναι όμως αυτές οι αιτίες για έναν χωρισμό ή τουλάχιστον δεν είναι τόσο σημαντικές αν δυο άνθρωποι αγαπιούνται.

Τα δικά μας μεγάλα θέλω δεν είναι υποχρεωτικό να ταυτίζονται με τα θέλω του άλλου. Αρκετά απλό σα σκέψη και σίγουρα ανακουφιστικό αν αποδεχτούμε ότι κάποια πράγματα απλώς δεν τσουλάνε, απλώς δε βγαίνουν. Δεν είναι ότι έπαψε η αγάπη να μυρίζει, είναι που κάποιος προτιμά να διαλέξει άλλο μονοπάτι γιατί αυτό θέλει, ξεκάθαρο και τίμιο.

Φαντάζει δε, πολύ πιο εγωιστικό να μη μιλάμε για τις παλιές αγάπες. Να «προστατεύσουμε» τον εαυτό μας από τι; Να μην πληγωνόμαστε από ανθρώπους που αγαπήσαμε και ούτως ή άλλως δε βρίσκονται στην καθημερινότητά μας; Μικρό και χαζό, τουλάχιστον.

Σίγουρα πληγωνόμαστε καμία φορά, όταν τα όνειρα που κάναμε μαζί τους, καταλήγουν να έχουν άλλον πρωταγωνιστή αλλά έτσι είναι η ζωή, αλλιώς τα φανταζόμαστε και αλλιώς τα φέρνει. Πόσο όμως πραγματικά αγαπήσαμε τις παλιές μας αγάπες όταν τη δική τους χαρά δεν τη νοιώθουμε πια και δική μας;

Οι λέξεις αυτές δεν αποτελούν τοτέμ αλτρουισμού ή ανωτερότητας. Είναι μονάχα η αποδοχή, πως για τους ανθρώπους που νοιάστηκες πραγματικά, είναι υγιές να σκέφτεσαι που και που, τι κάνουν και πως είναι. Να τους θυμάσαι ακούγοντας ένα τραγούδι και να εύχεσαι να είναι χαρούμενοι και ευτυχισμένοι, όποιο δρόμο και εάν επέλεξαν στη δική τους ζωή.

Και αν είναι να έρθουν και άλλες αγάπες, δεν πειράζει να μην είναι δυνατές και έντονες, μικρές ή μεγάλες, ας είναι απλώς ειλικρινείς. Πάντα για εκείνες να μιλώ αν κάποτε τελειώσουν και να έχω μια αγκαλιά σφιχτή, σωσμένη, για να δώσω.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Μια οκά σκέψεις!

A Strangers Thoughts

Μια οκά σκέψεις
Πόσο πάει
Τετρακόσιες λέξεις
Με το μάτι
Περίπου
Τι θα κοστίσουν
Να πω αυτό που νιώθω

Μπαλκόνι έντυσα με αρώματα
Τη θέα να μασκαρέψω
Γκρίζο στο γκρίζο όσο μπορεί
Το μάτι μόνο βλέπει

Ευχή έκαμα
Τριακόσια εξήντα πέντε φύλλα
Και ένα παραπάνω στα δίσεκτα
Να μου χαρίζει η μέντα
Που κάθε απόγευμα ποτίζω

Ένα να κόβω κάθε βράδυ
Να βάζω για προσκέφαλο
Μήπως μυρίσουν τα όνειρα
Κανά δράμι αισιοδοξίας

Αλλάξαμε μορφή
Σε κάποιο κομοδίνο
Μέρες Μαραμένες
Καθώς το στόμα κλείνω
Κάθε πρωί
Τα μάτια που ανοίγω

Και η καρδιά και αυτή κλειστή

Πώς να αλλάξεις τον κόσμο όταν σιωπάς
Πώς, αφού σε πείσανε ξανά να σκύψεις το κεφάλι
Σε κάθε βήμα σου συγγνώμη να ζητάς
Λες και είν’ ουτοπικό ζωής γεύση να νιώσεις άλλη

Ένα, Δυο βασιλικούς πιο πέρα φύτεψα
Να με μεθούν για να ξεχνώ
Και σαν τα δάχτυλα περνώ
Να αρπάζω τη ψυχή τους

Μήπως και σώσω τη δική μου

Μα όσο η ζωή μένει βουβή
Δε θα σωθεί καμιά στιγμή
Όσο τις λέξεις μου κρατώ
Δεν έχω λόγο να σωθώ

Ένα όμως βράδυ πνιγερό
Δεν άγγιξα βασιλικό
Μέντα ξανά δεν έκοψα
Και όνειρα δε γύρεψα

Μόνο ξεκίνησα αυτό που νιώθω να μιλώ

Ώσπου, το στόμα έμεινε στεγνό
Από όλα όσα είχα για να πω
Τα φύλλα έπαψα πια να τα μετρώ
Στο προσκεφάλι μου να τα ακουμπώ

Σε κάθε λέξη που άρθρωσα
Σε κάθε σκέψη που όρθωσα
Βρήκα καντάρια λόγους για να ζω
Και σε όσα νιώθει η καρδιά
Σαν να ‘μουνα παιδί
Ξανά να αφεθώ

Δημοφιλή

Μια σκέψη έντονη...

Συγνώμη και Ευχαριστώ!

Νομοτελειακά όσο μεγαλώνεις δυσκολεύεσαι να αλλάξεις νοοτροπία στο πως αντιμετωπίζεις μικρές και μεγάλες καταστάσεις στη ζωή. ...