Ιανουαρίου 2020 - A Stranger's Thoughts

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

Μια μέρα δίχως πανοπλία


A day without wearing an armor

Οι μικρές παράξενες και αναπάντεχες στιγμές στο μεταίχμιο των προσωπικών μας περιόδων στη ζωή κάνουν τις αναμνήσεις εντονότερες. Μια στάλα χρόνου δηλαδή που την τρυπά η μύτη μιας βελόνας και η τρύπα μένει ανοιχτή να σου θυμίζει πως είναι ο έρωτας και ο θάνατος που αψηφούν της "φύσης" τους κανόνες.  

"Μια ανάμνηση έρωτα ανάμεσα στο τελευταίο ξέγνοιαστο καλοκαίρι απόλυτης αδιαφορίας για τα πάντα εκτός από το ποδήλατό και στο πρώτο φθινόπωρο που το μόνο που δε σε ένοιαζε ήταν αν θα βραχείς.

Σε εκείνη  την αλλαγή του καιρού, μια στάλα χρόνου στο λεωφορείο που δειλά μπήκες για πρώτη φορά  κατηφορίζοντας από τη γειτονιά σου στο κέντρο για ένα ραντεβού. Μια μάχη κατάκτησης.

Για βελόνα μια τρύπα, μια τρύπα στην αγαπημένη σου μπλούζα που από βραδύς φρεσκοπλυμένη έχεις ακουμπήσει στην καρέκλα για να φορέσεις σαν άλλη πανοπλία. Όμορφη αύρα και ατρόμητη αίσθηση πως την αγάπη σε αυτό το ραντεβού θα λαφυρίσεις.

Και η τρύπα έκανε μια "τρύπα" μόνιμη στο χρόνο.

Να κάνεις πίσω δεν προφταίνεις, να το ακυρώσεις δεν μπορείς και η μόνη σου επιλογή, να εμφανιστείς με μόνη πλέον αίσθηση αυτής της γύμνιας.

Η μάχη εντέλει ήταν από αυτές που κέρδισες χάνοντας την. Απροστάτευτοι παραδινόμαστε στη λόγχη του έρωτα.

Πώς να μη θυμάσαι μια τέτοια ιστορία;"

Η ζωή μας είναι γεμάτη από τέτοια διηγήματα, όχι μόνο με ιστορίες αγάπης και έρωτα αλλά με κάθε λογής συναίσθημα. Προετοιμασμένοι πιστεύουμε πως είμαστε, έτοιμοι για όλα, έχουμε περάσει πολλά και ξέρουμε. Έπαρση ή βλακεία; Γραφικό και χιλιοειπωμένο το ότι θα ’ρθει εκεί που δεν το περιμένεις μα συνεχώς ξαφνιαζόμαστε από το αναπάντεχο της στιγμής.

Και για πανοπλία αν δεν είναι μια μπλούζα θα είναι τα μαλλιά ή λίγο κραγιόν. Θα είναι μια απόσταση, μια στάση στο κορμί άκαμπτη, ένα παγωμένο βλέμμα. Μικρά κομμάτια του εαυτού μας, φυσικά και επίκτητα, που βάζουμε για άμυνα.

Η μπλούζα όμως θα είναι πάντα καταδικασμένη να τρυπά και τα μαλλιά μαζί με το κραγιόν στις πρώτες στάλες τις βροχής αμέσως να χαλάνε. Η απόσταση και αυτή καταδικασμένη να μικραίνει στις πρώτες λέξεις, το κορμί σε ένα μόνο άγγιγμα να λυθεί και το βλέμμα σ' αυτό που λαχτάρα σαν το κοιτάζει να τσακίσει από αγάπη ή από πόνο.

Το έχουμε βιώσει ή έστω το έχουμε διαισθανθεί πως νιώθουμε έντονα και ζούμε τις στιγμές όταν "γυμνοί" στο δρόμο βγαίνουμε μα ακόμα φτιάχνουμε άμυνες, με στεγανά τις σχέσεις ντύνουμε να λιγοστέψουμε την απώλεια σαν έρθει. Και η αμυντική μας στάση καταλήγει να γεννά επιθετικότητα όταν στο άγνωστο μπροστά βρεθούμε. Άγνωστο καθώς πάψαμε να ζούμε, πάψαμε στον έρωτα να κλαίμε, στο θάνατο να γελάμε. Δεν αναγνωρίζουμε αυτά τα συναισθήματα πια.

Καταφέραμε να ζούμε πλέον σε περίοδο ατέλειωτης μοναξιάς.

Μια στάλα χρόνου στο κατώφλι του σπιτιού μου, απόφαση πως στη βροχή θα περπατήσω μια μέρα δίχως πανοπλία προσμένοντας να τρυπήσει η στιγμή σε βήμα αναπάντεχο.

Με την ελπίδα πως θα είναι η αιχμή, η αρχή για μια περίοδο που θα είναι κάθε της στιγμή έντονη, κάθε της στιγμή… ζωή.


A Day Without Armor


Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

Απώλεια

Loss


Η απώλεια στην απώλεια χάνεται  
Όχι γιατί παύεις να τη ξεχνάς 
Μα είναι που μπερδεύονται 
Οι μυρωδιές των αναμνήσεων 

Μοναδικοί γεννιούνται οι πολλοί  
Και κάποιοι καταραμένοι  
Της μάνας τους την αγκαλιά 
Τη ζούνε μοιρασμένη 

Μα στην κατάρα βρήκα τρόπο 
Σε δυο φευγιά, σε μια βραδιά 
Από μισή αγκαλιά 
Να δώκω

Και από τις μυρωδιές 
Οι πιο έντονες θα μείνουν 
Να μη μ’ αφήνουν να ξεχνώ
Πως η απώλεια πονά



Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικώς στη σελίδα "σινιάλο" στον παρακάτω σύνδεσμο:

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Γιατί ξεχάσαμε να ζούμε;


Γιατί ξεχάσαμε να ζούμε


Κάθε γουλιά από τον πρωινό καφέ, μια διαδρομή μας φέρνει στο νου, από εκείνες που κάναμε παλιά. Σπιθαμή προς σπιθαμή τον τόπο ετούτο γυρίσαμε. Σε κάθε εκδρομή, τοπία αντικρίζαμε που έκλεβαν τη λαλιά μας. Ένα ταξίδι ήταν η ζωή μας, μόνιμο· όμορφο.

Θάλασσες μακρινές ανακαλύπταμε και την αλμύρα τους δρέπαμε ταΐζοντας τα κορμιά μας. Δεν σταματούσες θυμάμαι να ζητάς φιλιά από αλάτι γεμάτα. Και σαν ο ήλιος έπεφτε στους γυάλινους κόκκους της άμμου που έμεναν στα μαλλιά μας, όψη αιώνια μας χάριζε, αγάλματα σμιλεμένα από αγάπη.

Και όταν οι ακτίνες του αντάμωναν ανέμους απαλούς, ζωγράφιζαν με ασημένια και γαλάζια χρώματα τους ατέλειωτους ελαιώνες που συναντούσαμε. Τα φύλλα και οι καρποί, κύμα σχημάτιζαν στεριανό και με το δάχτυλο το πέραν έψαχνες να δείξεις.

Ερχόταν και η σειρά μου να σου δείξω, κορυφές απάτητες, θυμάρι ποτισμένες.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, κόκκινο χώμα και πέτρες πίσω αφήναμε και πάντα σε ρωτούσα,
«Τρελέ που με πηγαίνεις; Ο κόσμος θα πει πως σάλεψες!»
Και όταν τον ουρανό σχεδόν αγγίζαμε, το χέρι μου κρατούσες.
Τη θέα πρόσταζες να δω και τότε αποκρινόσουν,
«Από εδώ επάνω, ο κόσμος όλος είναι δικό σου».

Σαν πύρωνε ο δρόμος της κατάβασης, πηγές που έβγαζαν βάλσαμο έβρισκες, το στόμα μου να βρέξω. Μα δε σταμάταγες να με φροντίζεις, φραγκόσυκα και φρούτα αδέσποτα στην μπλούζα σου έβαζες και με τρατάριζες. Πάντα με την ίδια λάμψη στα μάτια, πάντα με ένα γλυκό χαμόγελο. Σαν παιδί έκανες σαν έτρεχες μέσα σε εκείνες τις μπανανιές και ύστερα σε εκείνη τη φυτεία με τα καλαμπόκια που σε κάστρο Ιπποτικό κατέληγε. Χατίρια ποτέ δε μου χάλασες. Αυτά όριζες ως τιμή που έπρεπε να υπερασπιστείς.

Και ήταν φορές πολλές που σου ζητούσα μια στάση μικρή να κάνουμε, να απλώσουμε τα χέρια μας σε πράσινα και κίτρινα λιβάδια, τα σωθικά μας να γεμίσουμε με αρώματα της φύσης. Στο γύρισμα του κεφαλιού, χρόνο έβρισκες περίσσιο, λουλούδια κάθε λογής να μου προσφέρεις.

Σε ξωκλήσια λευκά, με γαλάζιους τρούλους, σε μακρινά νησιά, λουκούμια με γαρύφαλλο μας φίλεψαν. Και σε μοναστήρια πέτρινα, με καμπαναριά επιβλητικά, σε άγρια βουνά, με γλυκό τριαντάφυλλο μας γλυκάνανε.

Σε ίσκιο από πλατάνια ξαποστάσαμε όταν ο δρόμος μας ήταν μακρής και σε εκείνον από φοινικιές δροσίσαμε τον πόθο μας. Τα όνειρά μας όμως, ποτέ δε τα σκεπάσαμε, τα αστέρια καρτερικά περιμέναμε κάθε βράδυ να τα φωτίσουν.

Τη χορτάσαμε τη ζωή μας πότε με μέλι από έλατο και πότε από ανθούς. Με μυρωδιές τη ντύσαμε, που άλλοτε έφερνε ο Ζέφυρος και άλλοτε ο Απηλιώτης. Χορέψαμε στους χτύπους από τις στάλες της βροχής και στο τραγούδι των ηλιοκαμένων τζιτζικιών. Τη χορτάσαμε τη ζωή μας.

Για πες μου όμως τώρα που σώθηκε ο καφές.

Γιατί ξεχάσαμε να ζούμε;




Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικώς στη σελίδα "σινιάλο" στον παρακάτω σύνδεσμο:

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Ζώντας τη Ζωή που ονειρεύτηκες

Living the life you dreamed about


Δεν πειράζει που δεν έκανες αυτό που ονειρεύτηκες, φτάνει που κούμπωσες καλά στη ζωή που ράφτηκε για εσένα.

Στον πρώτο εφιάλτη που είχες δει, πείστηκες με τη βία της λογικής πως αυτό θα είναι το μονοπάτι που θέλεις να διαλέξεις αντί τους φόβους σου να αγκαλιάσεις. Δε βρήκες τότε συμπαραστάτες, ούτε το θάρρος να τους αποδεχτείς και να τους αντιμετωπίσεις. Στο τέλος σε τύλιξαν οι ίδιοι σου οι φόβοι ωσότου απαρνήθηκες αυτό που λαχταρούσες να γίνεις. Στριφογυρνάς και πετάγεσαι τα βράδια στον ύπνο σου, αδύναμη να αντιδράσεις. Τα όνειρα σου λησμόνησες και ξέχασες πως είναι να αγναντεύεις το πέλαγο της ζωής, το τώρα σταμάτησε να έχει αξία, σταμάτησε να υπάρχει, εξαϋλώθηκε όπως ο έρωτας όταν αναδεύεται με τον εγωισμό.

Περνούν τα σαββατοκύριακα σου βουβά και εσύ αναζητάς λίγες στιγμές ελευθερίας, μια βόλτα κρυφή σε μέρη που δίσταζες να πας, μια μπουκιά υπερβολικά αλατισμένου φαγητού σε ένα άδειο τραπέζι και μισό κιλό στιφό κόκκινο κρασί για να μουδιάσει η γλώσσα και το μυαλό να μεθύσει από σκέψεις απαγορευμένες, που από καιρό είχες καλά κλειδώσει σε συρτάρια μουχλιασμένα. Και όταν το μυαλό μεθύσει ξέρεις πως οι σκέψεις σου αυτές θα απλωθούν σε κάθε σπιθαμή της ξεχασμένης ύπαρξης σου και η γλώσσα θα λυθεί με τη σειρά της. Και αν για τρελή σε περάσουν που κάθεσαι μονάχη στο τραπέζι, ποτέ τους δε θα καταλάβουν πως μόνη ταξιδεύεις όχι γιατί σε απέρριψαν αλλά γιατί εσύ αποστράφηκες την αφέλεια της λογικής τους. Και από αυτά σου τα ταξίδια πιο ώριμη επέστρεψες. Δεν ήταν που έπρεπε μόνη να αποφασίζεις αλλά γιατί μονάχη με τον εαυτό σου έπρεπε να ζήσεις και να τον ορίσεις χωρίς σημεία αναφοράς, χωρίς την αλλοίωση του από τα θέλω των άλλων.

Ήταν μεσημέρι καθημερινής, σε έναν καφενέ στο Μεταξουργείο, με λίγο ούζο και δυο μεζέδες, που μου είχες πει πως, πραγματικά ελεύθερη ένιωθες, μονάχα σε εκείνη την τελευταία στροφή της Κατεχάκη με φόρα όταν έμπαινες  λίγο πριν ξεκινήσει η κατάβαση για την Αθήνα. Το πόδι σου πατούσες με δύναμη στο γκάζι μα δεν είναι η ταχύτητα που σε παρέσερνε ούτε ο αέρας μπαίνοντας με ορμή από το ανοιχτό παράθυρο που σε μεθούσε.

Σαν να βουτάς σε τσιμεντένια θάλασσα αισθανόσουν, χωρίς όμως να σε καταπίνει η βουή της πόλης και η γκρίζα απαισιοδοξία της. Τα όνειρα σου σκεφτόσουν πως αντάμωναν για λίγο την αλήθεια σου. Λες και ξεγύμνωνε ο αέρας και η τραχύτητα της ασφάλτου τους φόβους σου, έξυναν από τη σκέψη σου σου, τσουχτερά μα λυτρωτικά τους φραγμούς της λογικής που γαλουχήθηκες και καθαρή από δισταγμούς παραδινόσουν στην πόλη για να ζεις μια ζωή από την αρχή, νέα, ολάκερη. Γέννηση και θάνατος σε κάθε ένα από τα στενά της που φευγαλέα χαρτογραφούσες σαν σε έπαιρνε η κατηφόρα. Και στην ευθεία μετά τη στροφή αυτή, τις πικροδάφνες που ταπεινά υποκλίνονται στη δεξιά μεριά του δρόμου, αντίκρυ στα κυπαρίσσια που χωρίζουν τα δύο ρεύματα, με χαμόγελο προσπερνούσες. Η ζωή σου όλη θαρρούσες, τούτης της ευθείας το διήγημα πως ήταν. Πίκρες και υποκλίσεις σε έναν καθημερινό θάνατο που τον αντικρίζεις όταν πια είναι πολύ αργά για να πατήσεις φρένο.

Στο πρώτο κόκκινο φανάρι που εντέλει συναντούσες, εκεί που η κατηφόρα πια είχε τελειώσει, τελειώνανε μαζί και όλες σου οι σκέψεις εκτός από μια. Αναμετρήθηκες με όλες τις λογικές εκείνες που σε ωθούσαν τόσα χρόνια παράλογα να καταλαγιάζεις αυτά που ένιωθες αλλά συνάμα είχες φτιάξει και μια ακόμα πιο σκληρή. Στον έρωτα, είχες πάρει απόφαση, πως πλέον δε θα πιστεύεις, πως είχε πεθάνει σε εκείνο το τελευταίο ραντεβού που είχες δώσει χωρίς μολύβι και χαρτί, με μια υπόσχεση μονάχα, μια ώρα και ένα μέρος. Μικρούς θανάτους είχες εξ’ άλλου ονομάσει και όσους έρωτες πίστευες πως είχες ζήσει.

Μα ήταν σε αυτό το τελευταίο σου ταξίδι, πάλι μόνη, που ήρθε η συνειδητοποίηση. Με τους φόβους σου για παρέα βρέθηκες να περπατάς για ακόμα μια φορά σε ξένα μονοπάτια. Δεν σε εντυπωσίασαν όμως ούτε οι μυρωδιές και οι άγνωστες γεύσεις, ούτε τοπία αλλούτερα παρά μονάχα η οικεία θέα ενός εφήβου με ένα τριαντάφυλλο στο χέρι και την ελπίδα στα μάτια. Εκείνη την οικουμενική ελπίδα και την άνευ όρων παράδοση σε αυτό που η λογική δε μπορεί να καλουπώσει.

Το τώρα έμαθες ξανά να ζεις και σταματημένη σε εκείνο το κόκκινο φανάρι στο τέλος της κατηφόρας, πλέον συλλογιέσαι πως δεν πειράζει που δεν έκανες αυτό που ονειρεύτηκες, φτάνει που κούμπωσες καλά στη ζωή που ράφτηκε για εσένα… μέχρι χθες.



Δημοφιλή

Μια σκέψη έντονη...

Συγνώμη και Ευχαριστώ!

Νομοτελειακά όσο μεγαλώνεις δυσκολεύεσαι να αλλάξεις νοοτροπία στο πως αντιμετωπίζεις μικρές και μεγάλες καταστάσεις στη ζωή. ...