Πως ανασύρεις τον πόνο
για να ποτίσεις τη σκέψη
και να θυμηθείς
πως νιώθεις στην απώλεια,
πως ζεις και πως πεθαίνεις,
πως στα πόδια σου βαστιέσαι ξανά
και πως πάλι ξεκινάς;
Γιατί νεκρούς εαυτούς θες να
ξεθάψεις
σε σκοτεινά δρομάκια μαζί τους να
σταθείς
να σου μιλήσουν για το χθες;
Τα ίδια λάθη σου ζητάς να γράψεις
σε σειρές.
Εντέλει, να τους αποδεχτείς
γυρεύεις
και φιλικά να τους ξεπροβοδίσεις·
μια ματιά μήπως και κλέψεις από
το αύριο.
Βουτιά στις αναμνήσεις έκαμες
και στης ψυχής σου την Άβυσσο,
στις πιο βουβές γωνιές
να βρεις μια αλήθεια αναζήτησες
που δεν ήξερες πως μοιάζει.
Σαράντα αναπνοές μετά
ο κόσμος έγινε μια φυλακή.
Και μια γριά κοκόνα τα χείλη σου
δάγκωσε
λίγο από το αίμα σου για να
γευτεί
στον έρωτα να σε αποπλανήσει,
γοητεύοντας σε με ιστορίες
παλιές,
ένδοξες του κορμιού της.
Με τους δικούς της παλιούς
εαυτούς
προσπάθησε να σε σαγηνέψει.
Στα φιλιά της το πρόσωπό σου
απέστρεψες
και πόνο άλλο δεν ήθελες,
όπως το περίσσιο νερό που το φυτό
σαπίζει,
δηλητήριο για τη ψυχή μη γίνει.
Σε έναν καθρέφτη στάθηκες
μπροστά,
στον ένα σου εαυτό,
να δει του υπόλοιπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου