Σε ταξίδι δίχως προορισμό ξύπνησες
Συνοδοιπόροι άγνωστοι μα πρόσωπα οικεία
Σε Λιμάνια που ξεθώριαζαν, ψίχουλα πετούσες
Κομμάτια πάσχιζες να ενώσεις, να θυμάσαι
Τρύπια πανιά άπλωσαν για να σε κρύψουν
Από της μοναξιάς τα δόντια
Μην και σε κάψει, καρκίνο τη ψυχή να μη γεμίσει
Καλπάζοντας, όλα όσα ένιωσες μην και σκοτώσει
Και όταν τα πρόσωπα σταμάτησαν απλώς να είναι οικεία
Και όταν τραπέζι έστρωσες, λίγη ζωή να μοιραστείς
Τα φώτα στον ορίζοντα στο δάχτυλο καρφώσαν
«Ποτέ δε θα τα φτάσεις»
Το βλέμμα κόντινε
Πρώτη φορά που είδες τα βράχια, ψηλάφισες γκρεμό
Και θάλασσα ανταριασμένη σου έπλενε τα πόδια
Δεν ήταν πίστης πλάσμα
Ψυχές καταδικασμένες ήσαν που πάσχιζαν να βγουν στην ξέρα
Πρόθυμες εσένα να τραβήξουν
Ψυχές του Άδη αμαρτίες φορτωμένες
Και αυτές οικείες, γνωστές και αυτές
Στο τέλος τρόμαξες
Όχι από φόβο
Μόνο γιατί
Δεν ήξερες τι ένιωσες
Όταν αντίκρισες
Σε μια σανίδα καρφωμένα
Τα παιδικά σου χρόνια
Η μοναξιά δεν ειν’ καρκίνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου